χειροτονία

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτονία Medium diacritics: χειροτονία Low diacritics: χειροτονία Capitals: ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: cheirotonía Transliteration B: cheirotonia Transliteration C: cheirotonia Beta Code: xeirotoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A extension of the hand, LXXIs.58.9.    II voting by show of hands, Th.3.49; χειροτονίαν μνηστεύειν to court or seek election, Isoc.8.15; χ. τοῦ δήμον election by the people, Din.1.114, S.Pelekides 76 (Thessalonica).    2 generally, election, appointment, Ph.2.93, etc.    3 a vote, in pl., Pl.Lg.659b, Aeschin. 3.3; collectively, votes, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. γίγνηται Pl.Lg.755d, cf. 756b.

German (Pape)

[Seite 1347] ἡ, das Ausstrecken der Hände, bes. das Stimmen od. Wählen in der Volksversammlung mit ausgestreckten Händen, Abstimmung, Wahl; τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις Plat. Legg. II, 659 b; οἷς ἂν ἡ πλείστη χειροτονία γίγνηται, welche die Stimmenmehrheit haben, VI, 755 d; Thuc. 3, 49; Xen. u. Folgde; χειροτονίας προτεθείσης αὐτοῖς Pol. 9, 30, 5; Luc. Hermot. 16.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονία: ἡ, ἀνάτασις τῆς χειρός, Ἑβδ. (Ἡσ. ΝΗ΄, 9). ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ψηφοφορία ἢ ἐκλογὴ γινομένη δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, Θουκ. 3. 49· χειροτονίαν μνηστεύειν, ἐπιζητεῖν, ἐπιδιώκειν ἐκλογήν, Ἰσοκρ. 162Α· χ. τοῦ δήμου, ἐκλογὴ ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Δείναρχ. 104. 45. 2) καθόλου, ἐκλογή, διορισμός, Φίλων 2. 93, κτλ.· ― παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐκλογὴ εἰς τὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου διάφορος ἐν ἀρχῇ τῆς νῦν χειροτονίας, ἥτις τότε ἐλέγετο ἡ τῶν χειρῶν ἐπίθεσις. 3) ψῆφος, Λατ. suffragium, ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 659Β, Αἰσχίνης 54. 10· ― ὡσαύτως περιληπτικῶς, αἱ ψῆφοι, Λατ. suffragia, οἷς ἂν ἡ πλείστη χ. ᾖ Πλάτ. Νόμ. 755D, πρβλ. 756Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de voter ou vote à main levée;
2 p. ext. suffrage, vote, voix.
Étymologie: χειροτονέω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειροτονῶ
(καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου
νεοελλ.
ειρων. ξυλοδαρμός
μσν.-αρχ.
1. ανύψωση, ανάταση του χεριού (α. «ἀντὶ τῆς χειροτονίας τῷ νεύματι τῆς κεφαλῆς χρωμένους», Αριστείο.
β. «χειροτονίαν δὲ τὴν ἄδικον τῶν χειρῶν κίνησιν ἤ ἐπὶ πληγαῑς γινομένην ἤ ἐπὶ γράμμασι», Θεοδώρ.)
2. εκλογή, ανάδειξη, τοποθέτηση σε κάποιο αξίωμα
αρχ.
1. ανύψωση, ανάταση του χεριού για έκφραση γνώμης ή για λήψη απόφασης («καὶ ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι», Θουκ.)
2. ψήφος («τὸν νικῶντα διακρίνων χειροτονίαις», Πλάτ.).

Greek Monotonic

χειροτονία: ἡ,
1. ψηφοφορία ή εκλογή με ανάταση χεριών, σε Θουκ.
2. εκλογή, Λατ. suffragium, σε πληθ., σε Αισχίν.