κιρσός
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ὁ,
A enlargement of a vein, varicocele, = ἰξία 111, Hp.Aph.6.21 (pl.): of varicose veins, Apollon.Mir.42, Philostr.Gym.35, Gal.7.730: —also κριξός, Poll.4.196; κρισσός, Hippiatr.14, 77, Hsch.; cf. κισσός 11.
German (Pape)
[Seite 1442] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch κρισσός, dor. κριξός, Medic.; vgl. Poll. 4, 196.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσός: ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ οἴδημα φλεβός, διάρρηξις, λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ ἰξία ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· ὡσαύτως κρισσός, κριξός, Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος, λόγω του σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kir-k- «στρέφω, κάμπτω» και ο αρχικός τ. θα ήταν κιρκ-y-ός. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, συνδέεται με κιρρός «κιτρινωπός», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.
ΠΑΡ. κίρσιον, κιρσώδης
αρχ.
κιρσώ.
ΣΥΝΘ. κιρσοειδής, κιρσοκήλη
αρχ.
κιρσοτομώ, κιρσουλκός.