συγγραφεύς

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφεύς Medium diacritics: συγγραφεύς Low diacritics: συγγραφεύς Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: syngrapheús Transliteration B: syngrapheus Transliteration C: syggrafeys Beta Code: suggrafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who collects and writes down historic facts, historian, X.HG7.2.1, D.H.Th.5: then, generally, prose-writer, opp. poet, Pl.Phdr.235c; λόγων ib.278e, Isoc.15.35; and, simply, writer, author, Ar.Ach.1150, Pl.Phdr.272b, Phld.Mus. p.68K., Gal. 15.593, al.    II συγγραφῆς, οἱ, commissioners appointed to draw up measures, Th.8.67, IG12.22.3, al., Philoch.122, Isoc.7.58.    III party to a contract, BGU636.23 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 962] έως, ὁ, der Aufschreibende, bes. der geschichtliche Thatsachen zusammenträgt u. aufschreibt, der Geschichtschreiber, Xen. Hell. 7, 2, 1 u. Folgde. Uebh. der prosaische Schriftsteller, im Ggstz von ποιητής, Heind. Plat. Lys. 204 d, vgl. Phaedr. 235 c; λόγων, 278 e; obwohl Ar. Ach. 1151 neben einander stellt τὸν ξυγγραφῆ, τὸν μελέων ποιητήν; oft bei Luc.; S. Emp. adv. gramm. 57 συγγραφεῖς οἱ καταλογάδην πραγματευσάμενοι. – In Athen waren οἱ συγγραφεῖς ein Ausschuß, dem alle Vorschläge zu Abänderungen in der Verfassung übergeben wurden, um sie dem Volke vorzutragen, Lys. 30, 17. 21, vgl. Thuc. 8, 67 u. Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

συγγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ συλλέγων καὶ καταγράφων ἱστορικὰ γεγονότα, ἱστοριογράφος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 1, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 5· ἀκολούθως, καθόλου, πεζογράφος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητής, Πλάτ. Φαίδρ. 23 C· τῶν λόγων αὐτόθι 278Ε, Ἰσοκρ. 3 7C καὶ ἁπλῶς, συγγραφεύς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150. Πλάτ. Φαῖδρ. 272Β· πρβλ Hend. εἰς Πλάτ. Λῦσιν 204D, Schäf εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 105. ΙΙ. συγγραφεῖς, οἱ, ἐν Ἀθήναις οἱ ἐκλεχθέντες (κατὰ τὸ 21ον ἔτος τοῦ Πελλοποννησιακοῦ πολέμου) ὅπως παρασκευάσωσι σχέδιον πρὸς μεταβολὴν τοῦ πολιτεύματος Θουκ. 8. 67, πρβλ. Ἰσοκρ. 151D ― Κατὰ τὰ Α Β. σ. 301, 13 : “συγγραφεῖς : οἱ ᾑρημένοι παρὰ τῆς πόλεως ἄνδρες, ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ’ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ καταλογεῖς.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 écrivain, particul. prosateur, spécial. historien;
2 à Athènes membre d’un conseil chargé de préparer et de rédiger les projets de loi.
Étymologie: συγγράφω.

Greek Monotonic

συγγρᾰφεύς: -έως, ὁ (συγγράφω),
I. αυτός που συλλέγει και καταγράφει ιστορικά γεγονότα, ιστορικός, σε Ξεν.· γενικά, συγγραφέας, πεζογράφος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. συγγραφεῖς, οἱ, στην Αθήνα (κατά το εικοστό πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου), επιτροπή που είχε εκλεγεί προκειμένου να προτείνει μέτρα για τη μεταβολή του πολιτεύματος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγγρᾰφεύς: έως ὁ
1) летописец, историк Xen.;
2) писатель, автор Arph., Plat.;
3) синграфей (член комиссии десяти - οἱ συγγραφεῖς, - образованной в Афинах в 411 г. до н. э. для составления проекта изменений к афинским законам) Thuc., Isocr.