γένειον

From LSJ
Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γένειον Medium diacritics: γένειον Low diacritics: γένειον Capitals: ΓΕΝΕΙΟΝ
Transliteration A: géneion Transliteration B: geneion Transliteration C: geneion Beta Code: ge/neion

English (LSJ)

τό, (γένυς)

   A part covered by the beard, chin, Od.16.176; πολιὸν γ. Il.22.74; esp. in supplication, ἔλλαβε χειρὶ γενείου 8.371; γ. χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος 10.454; γενείου λευκήρη τρίχα A.Pers.1056 (lyr.), cf. Th.666, Hdt.2.36: in pl., S.OT1277, Plu.Ant.1; κείρασθαι τὰ γ. Id.Cat.Mi.53: prov. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γ. τε καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar.Av.902.    2 beard, Hdt.6.117: pl., Theoc.6.36, J.AJ11.5.3, Paus.2.10.3, Theo Sm.p.104H.    b a lion's mane, Luc.Cyn.14.    3 chaps, Arist.HA518b17; jaws, AP7.531 (Antip. Thess.).    4 pl., teeth of a saw, Nic.Th.53.    5 dub. sens. in IG11(2).165.11, 28 (Dclos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 482] τό, das Kinn, allein u. mit dem Bart, auch der Bart allein; Hom. Iliad. 8, 371. 10, 454. 22, 74. 24, 516 Odyss. 11, 583. 16, 176. 19, 473; Tragg.; Pind. Ol. 1, 68 γένειον μέλαν ἔρεφον λάχναι; Her. 4, 23; Xen. Cyr. 8, 3, 30; πρὸς γενείου, Beschwörungsformel, Soph. El. 1208; γένειον καὶ κέρατα, sprichwörtlich: Haut u. Knochen, von einem dürren Opferthier, Ar. Av. 902. – Sp. brauchen es in allgemeiner Bdtg, πολυόδοντα, Kinnbacken, Nic. Th. 52; vgl. Arist. H. A. 1, 11; πρίειν γ. ἀφριόεν, Gebiß, Zähne, Antp. Th. 26 (VII, 531); – λέοντος, Mähne, Luc. Cyn. 14. – Sp. brauchen oft den plur. für den sing., bes. Plut., z. B. Anton. 1; vgl. Theocr. 6, 36.

Greek (Liddell-Scott)

γένειον: τὸ, (γένυς) τὸ μέρος ὅπερ καλύπτεται ὑπὸ τοῦ πώγωνος, ἡ κάτω σιαγών, τὸ πηγοῦνι, mentum, Γερμ. kinn, Ὀδ. ΙΙ. 176 (πρβλ. γενειάς)· πολιὸν γ. Ἰλ. Χ. 74· ἰδίως ἐν ἱκετείᾳ, ἔλλαβε χειρὶ γενείου Θ. 371· γενείου χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος Κ. 454· γενείου… λευκήρη τρίχα Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056, πρβλ. Θήβ. 666. κτλ.· κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Τ. 1277·- παροιμ. ἐπὶ ἰσχνοῦ ζῷου, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα, δὲν εἶναι ἄλλο τι εἰμὴ πηγοῦνι καὶ κέρατα (πετσὶ καὶ κόκκαλο), Ἀριστοφ. Ὄρν. 902. 2) ὁ πώγων, Ἡρόδ. 6. 117· κατὰ πληθ., Παυσ. 2. 10, 3., 2. 13, 5. 3) ἐν τῇ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 11, 10, ἡ ἄνω σιαγὼν (ἴδε γένυς)· ἡ παρειά, Νίκ. Θ. 53, Ἀνθ.II. 7. 531.

French (Bailly abrégé)

ον (τό) :
1 menton : γενείου λαβεῖν ou ἅπτεσθαι, toucher le menton en parl. des suppliants ; πρὸς γενείου, je t’en supplie;
2 barbe.
Étymologie: γένυς.

English (Autenrieth)

chin; γένειον λαβεῖν, ἅψασθαι, done in supplicating a person, Il. 1.501. (See cut under γουνόομαι.)

English (Slater)

γένειον
   1 lower part of the face, jaw λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον (O. 1.68)

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): γένηον Alc.120.9, Sophr.58
I de pers.
1 parte cubierta por la barba, mentón πολιόν Il.22.74, 24.516, κυάνεαι ... γενειάδες ἀμφὶ γένειον Od.16.176, γενείου ... θρίξ A.Pers.1056, cf. Hdt.2.36, Hp.Epid.3.4, Gal.17(2).138, Nonn.Par.Eu.Io.6.58
en súplicas πρὸς γενείου por tu barbilla S.El.1208
en plu. S.OT 1277, Plu.Ant.1.
2 barba Hdt.6.117, Hp.Art.41, Sophr.l.c., Artem.1.30, 4.83, 5.47, D.C.61.19.1, 68.15.5, 78.39.2, D.P.Au.1.4
en plu. Theoc.6.36, Paus.2.10.3.
II de anim.
1 quijada Arist.HA 518b17
barbilla o mandíbula inferior de una marta, Ael.NA 15.11
mandíbula, AP 7.531 (Antip.Thess.), de un dragón, Orph.A.994.
2 melena de un león, Luc.Cyn.14.
3 barba de un macho cabrío para el sacrificio οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τ' ἐστὶ καὶ κέρατα no es más que barba y cuernos Ar.Au.902.
III de inanimados
1 plu. dientes de una sierra, Nic.Th.53.
2 arq. sent. dud. tal vez grapa metálica o abrazadera, IG 11(2).165.11, 28 (Delos III a.C.), IEphesos 1515.4 (I a./d.C.).

• Etimología: De *genH- en grado P/P > *geneu̯-, gal. plu. genau < *geneu̯es ‘mejilla’, que en grado P/ø > gr. γένυς, ai. hánu, gót. kinnus ‘barbilla’, airl. giun, gin ‘boca’.

Greek Monotonic

γένειον: τὸ (γένυς),
1. το μέρος του προσώπου που καλύπτεται από τη γενειάδα, το πηγούνι, σε Όμηρ., Τραγ.· παροιμ., λέγεται για ισχνό, αδύνατο ζώο· οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειον καὶ κέρατα, τίποτε άλλο από πηγούνι και κέρατα, σε Αριστοφ.
2. = γενειάς, μούσι, γενειάδα, σε Ηρόδ.
3. το μάγουλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γένειον: τό тж. pl.
1) подбородок Trag., Her., Arst.: γενείου λαβεῖν или ἅπτεσθαι Hom. прикасаться к (чьему-л.) подбородку, т. е. умолять; πρὸς γενείου Soph. заклинаю тебя; γ. τε καὶ κέρατα погов. Arph. подбородок да рога, т. е. кожа да кости;
2) борода (τὸ γ. τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σκιάζει Her.; ξυρεῖν τὰ γένειά τινος Plut.);
3) (у животных) верхняя челюсть (τῶν σιαγόνων τὸ πρόσθιον γ., sc. ἐστιν Arst.);
4) поэт. челюсти, зубы: ἐπιπρίειν γ. Anth. скрежетать зубами;
5) грива (λεόντων γένεια Luc.).