ἰαύω
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
[ῐ], poet. Verb, mostly used in pres. and impf. (Trag. only in lyr.): Ep. impf.
A ἰαύεσκον Od.9.184, Perdrizet-Lefebvre Graffītes Grecs du Memnonion d' Abydos 528: fut. ἰαύσω Lyc.101, 430: aor. 1 ἴαυσα Od.11.261, Call.Aet.3.1.2:—sleep, pass the night, Ζηνὸς . . ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις Il.14.213, cf. Od.11.261; ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il.9.325, Od.19.340; of beasts, ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ' . . ἰαύεσκον 9.184; ἄρσενες ἐκτὸς ἴαυον 14.16; δεμνίοις δύστανος ἰαύων E.Ph.1537 (lyr.): c. acc. cogn., ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν enjoy the night's sleep, S.Aj.1204 (lyr.); ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν, of a soldier sleeping under arms, E. Rh.740 (anap.); ὕπνον Theoc.3.49, Call. l.c. II c. acc. et gen., Lyc.101. (Prob. redupl. form of αὔω (c), cf. ἄω (A) 11, αὐλή.)
German (Pape)
[Seite 1234] (vgl. αὔω), schlafen; Ζηνὸς – ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις Il. 14, 213; übh. die Racht zubringen, πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il. 9, 325; auch von Thieren, Od. 14, 16; ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν Soph. Ai. 1183; vgl. ποῦ δῆθ' Ἕκτωρ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει; Eur. Rhes. 740; γεραιὸν πόδα δεμνίοις δύστανος ἰαύων Phoen. 1553, Schol. ἐγκοιμίζων, den altersmüden Fuß ruhend; sp. D.; auch τινός, = παύω, Lycophr. 101.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαύω: ποιητ. ῥῆμα, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις): μέλλ. ἰαύσω Λυκόφρ. 101, 430: ἀόρ. ἴαυσα, Ὀδ. (ἴδε ἐν τέλει). Κοιμῶμαι, διέρχομαι τὴν νύκτα, Ζηνὸς... ἐν ἀγκοίνησιν ἰαύεις, κοιμᾶσαι ἐν ἀγκάλαις τοῦ Διός, Ἰλ. Ξ. 213· Διός... ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαῦσαι Ὀδ. Λ. 261· παρὰ μνηστῆρσιν Χ. 464· ἴαυον ἐν κλισίῳ Ω. 209· ἐπὶ νηυσὶν Ἰλ. Σ. 259· ἀΰπνους νύκτας ἰαύειν Ι. 325, Ὀδ. Τ. 340· ἐκτὸς ἰ., κοιμᾶσθαι ἔξω, Ξ 16· ἐπὶ κτηνῶν, ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ’… ἰαύεσκον Ι. 184, κτλ.: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., οὔτ’ ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν, οὔτε ν’ ἀπολαύσω τῆς τέρψεως νυκτερινοῦ ὕπνου, Σοφ. Αἴ. 1204· ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν, ἐπὶ στρατιώτου κοιμωμένου ὑπὸ τὴν ἀσπίδα, Εὐρ. Ρῆσ. 740. ΙΙ. μεταγεν., ὡς τὸ παύω, Λυκόφρ. 101: - παρ’ Εὐρ. Φοιν. 1537, τὸ πόδα ἀνήκει εἰς τὸ ἀλαίνων οὐχὶ εἰς τὸ ἰαύων. (Ἐκ τοῦ αω (ὅ. ἐ. ἄϝω), μετὰ τοῦ ι ὡς ἀναδιπλ.· πρβλ. Ι ι 5).
French (Bailly abrégé)
impf. ἴαυον, impf. itér. ἰαύεσκον, f. inus., ao. ἴαυσα, pf. inus.
se reposer, dormir : ἀΰπνους νύκτας IL passer des nuits sans sommeil ; ἐννυχίαν τέρψιν SOPH goûter les douceurs du sommeil pendant la nuit ; ἐκτός OD passer la nuit en plein air.
Étymologie: cf. αὔω.
English (Autenrieth)
(cf. ἄϝεσα), ipf. ἴαυον, iter. ἰαύεσκον, aor. inf. ἰαῦσαι: sleep, rest, lie; πολλὰς μὲν ἀύπνους νύκτας ἴαυον, Il. 9.325, , Od. 19.340.
Greek Monolingual
ἰαύω (Α)
διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-ι-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ιαύσω, αόρ. ιαύσαι), το οποίο ανάγεται σε ρίζα au- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω» (πρβλ. αυ-λή). Το ρ. ιαύω πιθ. να συνδέεται με το ενιαυτός].
Greek Monotonic
ἰαύω: Ιων. παρατ. ἰαύεσκον, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἴαυσα (ἄω, ἄημι)· κοιμάμαι, διανυκτερεύω, καταλύω, σε Όμηρ.· με σύστ. αντ., οὔτ' ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν, ούτε ν' απολαύσω την τέρψη του νυχτερινού ύπνου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰαύω: (ῐ) (эп. aor. iterat. ἰαύεσκον)
1) спать, почивать (Ζηνὸς ἐν ἀγκοίνῃσιν, ἐν κλισίῳ Hom.): ἐννυχίαν τέρψιν ἰ. Soph. наслаждаться ночным сном; ἐκτὸς ἰ. Hom. спать на дворе; ὑπασπίδιον κοῖτον ἰ. Eur. спать, укрывшись щитом;
2) проводить ночь, ночевать (ἐπὶ νηυσίν Hom.): πολλὰς ἀΰπνους νύκτας ἰ. Hom. проводить много бессонных ночей; ἄτροπον ὕπνον ἰ. Theocr. спать вечным сном;
3) давать отдых, покоить (γεραιὸν πόδα δεμνίοις Eur.).