λέπω

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπω Medium diacritics: λέπω Low diacritics: λέπω Capitals: ΛΕΠΩ
Transliteration A: lépō Transliteration B: lepō Transliteration C: lepo Beta Code: le/pw

English (LSJ)

fut. λέψω (ἀπο-) prob. in E.Cyc.237; Ep. inf.

   A ἀπο-λεψέμεν Il.21.455: aor. ἔλεψα 1.236, Nic.Fr.82:—Med., Alex.49:—Pass., fut. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Hp. (Nat.Puer.29) ap.Erot.: aor. 2 λᾰπῆναι Hsch., (ἐκ-) Ar.Fr.164: pf. λέλεμμαι (ἀπο-) Epich.158, but λέλαμμαι IG22.463.68:—strip off the rind or husks, peel, bark, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψε φύλλα τε καὶ φλοιόν Il.1.236; κρόμμυον λ. Eup.255; κυάμου κολοκάσιον Nic.l.c.:—Pass., κάλαμος λελαμμένος IGl.c.    II metaph., in Com. Poets, give a hiding to, i.e. thrash, Pl.Com.12, Timocl.29, Apollod.Car.5.10 (Pass.); Ἀφροδίτην PBerol. 13426 (Gercke-Norden Einleitung31(9)p.42).    2 eat, Antiph.135; Phot. cites λέπτει (sic) = κατεσθίει from Eup. (Fr.427).    III Med., = δέφομαι: hence, indulge in indecent gestures, Alex.49, Mnesim.4.18 (anap.).

German (Pape)

[Seite 32] schälen, abschälen, die Schale, Rinde abstreifen; περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il. 1, 236; κυάμους Nic. bei Ath. III, 72 b. – Auch = essen, Antiphan. bei Ath. IV, 161 a. Vgl. λέπτω. – Uebertr. nach B. A. 61, 5 ἐκδέρειν μαστιγοῦντα, abgerben, abprügeln, wie der Schol. Ar. Ach. 689 τύπτειν erkl.; τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλὰν λέπομες Nicarch. 8 (IX, 330); λεπομένους ὁρᾶν αὐτούς ὑφ' αὑτῶν Apollodor. bei Ath. VII, 280 e, wie wir auch sagen: Einem das Fell über die Ohren ziehen.

Greek (Liddell-Scott)

λέπω: μέλλ. λέψω (ἀπο-) Εὐρ., κλ.: ἀόρ. ἔλεψα Ἰλ. (ἴδε ἀπο-, ἐκ-)· ― Μέσ., Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5. ― Παθ.: μέλλ. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Ἐρωτιαν.: ἀόριστ. β΄ λᾰπῆναι (ἐκ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211· λέλεμμαι (ἀπο-) Ἐπίχ. 109 Ahr. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λέπος, λεπίς, λέπῡρον, λεπτός, λόπος, λοπίς, λοβός, λῶπος, ὡσαύτως ὀλόπτω παρ’ Ἡσυχ.). Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν ἢ τὸ κέλυφος, «ξεφλουδίζω», περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιὸν Ἰλ. Α. 236· κρόμμυον λ. Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 3· κυάμους Νικ. Ἀποσπ. 10. 6· πρβλ. ἐκλέπω. ΙΙ. μεταφορ., παρὰ κωμικοῖς ποιηταῖς, ἐκδέρω, δηλ. δέρω, ξυλοκοπῶ, Πλάτ. Κωμ. «Αἱ ἀφ’ ἱερ.» 5, πρβλ. Meineke εἰς Τιμοκλ. ἐν «Πύκτῃ» 1, Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· πρβλ. δέρω ΙΙ. 2) τρώγω, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3· ὁ Φώτ. ὡσαύτως μνημονεύει λέπτει = κατεσθίει ἐκ τοῦ Εὐπόλ. ΙΙΙ. Παθ., = δέφομαι· ἐντεῦθεν, κάμνω ἀπρεπῆ σχήματα, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Meineke εἰς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 18.

French (Bailly abrégé)

f. λέψω, ao. ἔλεψα, pf. inus.
1 peler, écosser, acc.;
2 fig. écorcher.
Étymologie: R. Λεπ, peler.

English (Autenrieth)

aor. ἔλεψεν: peel, strip off; φύλλα, Il. 1.236†.

Greek Monolingual

λέπω (Α)
1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.)
2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα
3. τρώγω, κατατρώγω
4. παθ. λέπομαι
α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος»
β) αυνανίζομαι
γ) κάνω άσεμνες πράξεις ή χειρονομίες, ασελγαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική οικογένεια του λέπω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα lep- «αποφλοιώνω, γδέρνω, αποχωρίζω»
Ο ενεστ. τ. λέπω δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες ΙΕ γλώσσες, σε αντίθεση με ορισμένα παράγωγά του όπως: λέπος (το) «φλοιός» (πρβλ. λατ. lepos,-oris «λεπτότητα, φτώχεια»), λοπός «φλοιός, δέρμα» (πρβλ. λιθουαν. lăpas «φύλλο», αλβ. lape «κουρέλι, χαρτί»), λῶπος «μικρή χλαίνη» (πρβλ. λιθουαν. lŏpas «κουρέλι»). Ο παθ. αόριστος β' λαπῆναι και ο παρακμ. λέλαμμαι, οι οποίοι εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα lap-, είναι νεώτεροι σχηματισμοί, πιθ. αναλογικά προς τύπους όπως στραφῆναι, ἔστραμμαι (στρέφω).
ΠΑΡ. λέπος, λεπτός, λέπυρο(ν), λεπρός
αρχ.
λοπός, λώπη, λώπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απολέπω, εκλέπω, επιλέπω, κατηλέπω, περιλέπω, συνεκλέπω].

Greek Monotonic

λέπω: μέλ. λέψω, αόρ. ἔλεψα — Παθ., απαρ. αορ. βʹ λᾰπῆναι, παρακ. λέλεμμαι·
I. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, απολεπίζω, ξεφλουδίζω, περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., στους Κωμ., βγάζω το δέρμα, δηλ. δέρνω, γδέρνω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ.

Russian (Dvoretsky)

λέπω: (эп. inf. fut. λεψέμεν)
1) снимать оболочку, обдирать (φύλλα τε καὶ φλοιόν Hom.);
2) перен. спускать шкуру, избивать (τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλάν Anth.).