περιέλκω

From LSJ
Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέλκω Medium diacritics: περιέλκω Low diacritics: περιέλκω Capitals: ΠΕΡΙΕΛΚΩ
Transliteration A: periélkō Transliteration B: perielkō Transliteration C: perielko Beta Code: perie/lkw

English (LSJ)

Att. aor. περιείλκῠσα, later

   A -εῖλξα Philostr.Her.19.8 :—drag round, drag about, X.An.7.6.10 ; π. τινὰ ὡς ἀνδράποδον Arist.EN1145b24; π. [τὸν Ἕκτορα] τῷ τείχει Philostr. l.c. :—Pass., Hp.Fract.13, Art. 3, Pl.Prt.352c, Arist.EN1147b16.    2 metaph., π. τοὔνομα drag one's good name in the mire, Jul.Or.7.214d.    3 divert, distract, κύκλῳ π. τινά Pl.Chrm.174b ; π. διάνοιαν ἐπί τι Gal.6.851 :—Pass., ἀπό τινος εἴς τι Longin.15.11.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἕλκω), herumziehen; πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ, Plat. Charm. 174 b; u. pass., Prot. 352 c; herumschleppen, δόντα δίκην ὧν ἡμᾶς περιεῖλκε, Xen. An. 7, 6, 10; Sp., wie Luc. Dem. enc. 18 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιέλκω: Ἀττικ. ἀόρ. περιείλκῠσα (ἴδε ἕλκω): ― σύρω πέριξ, σύρω τῇδε κἀκεῖσε, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 10˙ π. τινα ὡς ἀνδράποδον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 1˙ π. τὸν Ἕκτορα τῷ τείχει Φιλόστρ. 735. ― Παθ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761, περὶ Ἄρθρ. 781. 2) περισύρω κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀποσπῶ τοῦ προκειμένου, περισπῶ, κύκλῳ π. τινά, Λατ. huc illuc ducere, Πλάτ. Χαρμ. 174Β˙ π. διάνοια ἐπί τι Γαλην.˙ ― Παθ., Πλάτ. Πρωτ. 352C ἀπό τινος εἴς τι Λογγῖν. 15. 11.

French (Bailly abrégé)

f. περιέλξω, ao. περιεῖλξα, etc.
tirer autour ou en tous sens.
Étymologie: περί, ἕλκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκείπεριέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.)
2. περισπώ, αποσπώ την προσοχήπάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.)
μσν.
μεταστρέφω
αρχ.
1. παρατραβώ, επιμηκύνω
2. ανατρέπω επιχείρημα
3. φρ. «περιέλκειν τοὔνομα» — διασύρω το όνομα, την υπόληψη κάποιου.

Greek Monotonic

περιέλκω: αόρ. αʹ περιείλκῠσα·
1. σύρω γύρω-γύρω, σύρω εδώ κι εκεί· σε Ξεν.
2. περισπώ, αποσπώ από το προκείμενο, κύκλῳ περιέλκω τινά, Λατ. huc illuc ducere, σε Πλάτ. — Παθ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περιέλκω: (fut. περιέλξω, aor. περιεῖλξα) тянуть в разные стороны (τινὰ ὡς ἀνδράποδον Arst.): π. τινά Xen. или κύκλῳ π. τινά Plat. водить кого-л. вокруг да около, т. е. надувать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-έλκω rond trekken, kromtrekken, krombuigen, met acc.; med.-pass..; ὡς μὴ περιέλκηται τὸ σῶμα opdat het lichaam niet kromtrekt Hp. Art. 3; in het rond trekken, rondsleuren; overdr..; πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ je laat me de hele tijd in een kringetje ronddraaien Plat. Chrm. 174b; pass..; οὐδ ’ αὕτη περιέλκεται διὰ τὸ πάθος die (vorm van kennis) wordt überhaupt niet meegesleept door hartstocht Aristot. EN 1147b16; met dubb. acc. om... heen leggen; overdr. iem. iets aandoen:. διδόναι δίκην ὧν ἡμᾶς περιεῖλκε gestraft worden voor wat hij ons heeft aangedaan Xen. An. 7.6.10.