νεοσσός

From LSJ
Revision as of 04:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσός Medium diacritics: νεοσσός Low diacritics: νεοσσός Capitals: ΝΕΟΣΣΟΣ
Transliteration A: neossós Transliteration B: neossos Transliteration C: neossos Beta Code: neosso/s

English (LSJ)

Att. νεοττ-, ὁ, (νέος)

   A young bird, nestling, chick, Il.2.311, 9.323, S.Ant.425, Ar.Av.835, Ev.Luc.2.24, etc.; ἀπτῆνες ν. Plu.2.48a.    2 any young animal, as a young crocodile, Hdt.2.68; of young children, A.Ch.256, 501, E.Alc.403 (lyr.), al., Pl.Lg.776a: fem., ἦν νεοττὸς καὶ νέα (sc. Lais) Epicr.3.15: in pl., young bees, X. Oec.7.34, Arist.HA624a22; Ἄρεως ν., of the cock, Ar.Av.835 (also ironically, of a person, Pl.Com.104): collective, ἵππου ν. the horse's brood, A.Ag.825.    3 yolk of an egg, Arist.HA565a3, Orac. ap. Chrysipp.Stoic.2.344; cf. νεοττίον.—The disyll. form νοσσός is cited in AB109 from A.Fr.113 and occurs in S.Oxy.2081 (b) Fr.3: this and cogn. forms (commonly found in later Gr.) are condemned as ἀδόκιμα by Phryn.182.

German (Pape)

[Seite 244] ὁ, att, νεοττός, das junge, neugeborne Thier; gew, von Vögeln, Il. 2, 311. 9, 323; Aesch. Sept. 508; Soph. Ant. 421; νεοττῶν γέννησιν καὶ τροφήν, Plat. Legg. VI, 776 a; Ar. Av. 1350 u. sonst; auch von anderen Thieren, z. B. ἵππου, Aesch. Ag. 799; Bienenbrut, Xen. Oec. 7, 34. – Auch von Menschen, das junge Kind; Her. 3, 109; Eur. Alc. 414 u. öfter; vgl. Aesch. Ch. 254. 494; Epicrat. bei Ath. XII, 570 c; Plut. u. Luc. Bei Men. auch vom Eidotter. – (Die Ableitung einiger Alten von νέος u. ὄσσεσθαι ist sicher falsch. Men. brauchte es auch zweisylbig, s. Mein. Men. 19.)

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσός: Ἀττ. νεοττός, ὁ, (νέος) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.˙ ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως νέον ζῷον, οἷον μικρὸς τὴν ἡλικίαν κροκόδειλος, Ἡρόδ. 2. 68˙ ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α˙ - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15˙ ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11˙ - Ἄρεος ν., ὀρνίθιον, δηλ. τέκνον τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς παῖς, Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6˙ ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἵππου ν., ὁ γόνος τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ δισύλλαβος τύπος νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2˙ - ἅπερ θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι ταῦτα εἶναι ἀδόκιμα, πρβλ. νεοσσεύω ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit d’un oiseau, ou en gén. d’un animal ; p. ext. enfant, rejeton.
Étymologie: νέος.

English (Autenrieth)

(νέος): young (bird), fledgling. (Il.)

Spanish

polluelo

English (Strong)

from νέος; a youngling (nestling): young.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός)
1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)
2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου
νεοελλ.
(ειδικά) μικρό κοτόπουλο, κλωσσοπούλι, κλωσσόπουλο
αρχ.
1. κρόκος αβγού
2. θωπευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... νεοσσός», Ευρ.)
3. (ως θηλ.) νεοττός
λεγόταν σχετικά με την εταίρα Λαΐδα
4. φρ. «ἵππου νεοττός»
(περιλπτ.) το άριστο και ακμαίο ιππικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του νέος, που θυμίζει τα περισσός, ἔπισσαι. Η υπόθεση ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό kyo- του κεῖμαι δεν φαίνεται πειστική].

Greek Monotonic

νεοσσός: ὁ (νέος), Αττ. νεοττός,
1. κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. κάθε νεαρό ζώο, όπως ο νεαρός κροκόδειλος, σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά παιδιά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσός: атт. νεοττός
1) птенец Hom., Soph., Plat.;
2) детеныш (τοῦ κροκοδείλου Her.; ἵππου Aesch.);
3) дитя, отпрыск (πατρός Aesch.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the young of birds, also of other animals and man (Il.); yolk of an egg (Arist.).
Other forms: also νοσσός (Schwyzer 253 w. lit.), Att. νεοττός.
Compounds: Some compp., e.g. ν(ε)οσσο-τροφέω (-ττ-) rear young birds (Ar.).
Derivatives: 1. Diminut.: ν(ε)οσσίον, -ττ- chicken, also metaph. yolk of an egg (Ar., Arist., Thphr.); -σσίς, -ττίς f. id., also as PN (com., Arist., AP), as designation of a shoe (Herod. 7, 57; prob. from the PN). -- 2. collective ν(ε)οσσιή (Ion.), -ττιά (Att.), νοσσιά (hell.) brood, also lair (Herod.), beehive (LXX). -- 3. Denomin. verb ν(ε)οσσεύω, -ττεύω brood, nestle (IA.) with νεοττεία, -ττευσις brooding, nestle (Arist.). -- 4. PN Νόσσος, Νοσσώ, Νοσσικᾶς (inscr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation from νέος; cf. περισσός, ἔπισσαι, μέτασσαι. The last two are also semantically not far off; s. Schulze Kl. Schr. 675. To be rejected Brugmann IF 17, 351 ff.: from *νεο-κι̯-ος "(Germ.) Neulieger", compound with the zero grade of κεῖμαι. Cf. also Schwyzer 320, who calls it "unsicher"; DELG also keeps the possibility of a compound open. Unclear. - Prob. with a suffix -ti̯o- as in Hitt. apezzii̯as.