θρήνος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ θρῆνος)
1. κλάμα, οδυρμός, μοιρολόγι
2. ποίημα θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — τίτλος ποιήματος που αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως)
νεοελλ.
φρ. «έγινε θρήνος» — έγινε μεγάλη καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρήνος, όπως και τα θρέομαι, θόρυβος, θρύλος, παρουσιάζουν σημασιολογική συνάφεια εκφράζοντας την έννοια της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. θρήνος συνδέθηκε η γλώσσα του Ησυχίου θρώναξ
κηφήν (Λάκωνες) και τενθρήνη «κηφήνας», καθώς επίσης και τα αρχ. ινδ. dhranati «αντηχώ», αρχ. σαξ. dreno, γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Αρχαία συνών. της λ. είναι τα: οδυρμός, ολοφυρμός, οιμωγή.
ΠΑΡ. θρηνώ, θρηνώδης
αρχ.
θρήνωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θρηνολογώ, θρηνῳδός
αρχ.
θρήνερως, θρηνολάλος, θρηνοποιός
μσν.
θρηνόφθογγος
νεοελλ.
θρηνολόγος, θρηνοτράγουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. αξιόθρηνος, δύσθρηνος, ένθρηνος, πολύθρηνος, φιλόθρηνος.———————— (II)
θρῆνος, τὸ (ΑΜ)
ο θρήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος (ο) με αλλαγή γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. έδαφος, μήκος)].