ἐκστατικός

From LSJ
Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκστᾰτικός Medium diacritics: ἐκστατικός Low diacritics: εκστατικός Capitals: ΕΚΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekstatikós Transliteration B: ekstatikos Transliteration C: ekstatikos Beta Code: e)kstatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to depart from, τοῦ λογισμοῦ Arist.EN 1145b11 ; δόξης, opp. ἐμμενετικὸς δόξῃ, ib.1146a18.    2 excitable, ἐ. διὰ τὸν θυμόν Id.PA650b34 ; out of one's senses, of Ajax, Id.Pr.953a 22, cf. Plu.2.2a. Adv. -κῶς, ἔχειν Id.Dio55.    II Act., able to displace or remove, τινός Id.2.951c : abs., ἡ ἀλλοίωσις ἐ. κίνησις Plot. 6.3.21 ; causing mental derangement, Thphr.HP9.13.4.

German (Pape)

[Seite 779] ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; κίνησις Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῦ λογισμοῦ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ θυμώδη τὸ ἦθος part. anim. 2, 4; μειράκιον ἐκστ. καὶ παραφρονοῦν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστᾰτικός: ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ αὐτόθι 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς ἑαυτοῦ γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 qui fait changer de place, qui dérange de;
2 fig. qui fait sortir de soi ; qui égare l’esprit;
II. qui est hors de soi, qui a l’esprit égaré.
Étymologie: ἐξίστημι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
fil.
I de animados
1 que se aparta, que abandona c. gen. obj. ἐ. τοῦ λογισμοῦ que se aparta de la razón op. ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ ‘que se atiene a la razón’, Arist.EN 1145b11, πάσης δόξης ἡ ἀκρασία ἐκστατικόν (ποιεῖ) la incontinencia hace (al hombre) abandonar toda opinión op. πάσῃ δόξῃ ἐμμενετικός ‘que persevera en toda opinión’, Arist.EN 1146a18.
2 excitable ἐκστατικὰ (ζῷα) διὰ τὸν θυμόν Arist.PA 650b34, cf. 651a3.
3 excitado, fuera de sí, enloquecido de Áyax ἐ. ἐγένετο se volvió loco Arist.Pr.953a22, cf. EE 1229a25, μειράκιον ἐκστατικὸν ... καὶ παραφρονοῦν Plu.2.2a, cf. Antig.Mir.114, Aret.SA 2.1.4
subst. οἱ ἐ. los enloquecidos Arist.EN 1151a1, Diu.Som.464a25.
II fact.
1 que provoca cambios o alteraciones μεταβολὴ δὲ πᾶσα φύσει ἐκστατικόν y todo cambio es por naturaleza alterador Arist.Ph.222b16, ἡ ἀλλοίωσις ἐκστατική τις οὖσα κίνησις Plot.6.3.21, ἐκστατικὸν γὰρ ἀμφοῖν ἡ κίνησις pues el movimiento es causa de alteraciones para ambos (el frío y el calor), Plu.2.951c.
2 que hace enloquecer, que produce trastorno mental γίνονται ... αἱ μὲν ἐκστατικαί unas (raíces) resultan ser enloquecedoras Thphr.HP 9.13.4
de abstr. desequilibrador τὸ σοφιστικὸν εἶδος τῶν λόγων ... ὡς ἐκστατικὸν ὑφ' ἡδονῆς el modo sofista de razonar es un tanto desquiciante por el placer Dam.in Phlb.51.
III adv. -ῶς enloquecidamente παντάπασιν ἐ. ἔχων estando completamente fuera de sí Plu.Dio 55, cf. 2.588a, ποιούμενοι δὲ τὸν κίνδυνον ἐ. Plb.15.13.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκστατικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος
μσν.
αυτός που γίνεται με έκσταση
αρχ.
1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός)
2. αυτός που χάνει την αυτοκυριαρχία του, που γίνεται έξω φρενών, ο ευερέθιστος
3. ενεργ. ο ικανός για μετατόπιση ή μετακίνηση
4. (μτβ.) αυτός που προκαλεί διασάλευση φρενών.

Greek Monotonic

ἐκστᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη θέση του, με γεν., σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκστᾰτικός: 1) смещающий (κίνησις Plat.; μεταβολὴ πᾶσα ἐκστατικόν ἐστιν Arst.);
2) приводящий в восторженное состояние (ἡδοναί Plut.);
3) потерявший самообладание, обезумевший (διὰ πάθος и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὶ παραφρονοῦν Plut.);
4) легко возбуждающийся (ζῷα Arst.).