βαναυσία

From LSJ
Revision as of 17:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσία Medium diacritics: βαναυσία Low diacritics: βαναυσία Capitals: ΒΑΝΑΥΣΙΑ
Transliteration A: banausía Transliteration B: banausia Transliteration C: vanafsia Beta Code: banausi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A handicraft, Hdt.2.165, Pl.R.590c, etc.    II the habits of a mere artisan, vulgarity, bad taste, Arist.EN1107b19, Pol. 1317b41, UPZ62.3 (ii B. C.).    2 quackery, charlatanism, Hp.Morb. Sacr.18.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, das Handwerk, Her. 2, 165; vgl. 177 u. βάναυσος, Poll. 1, 50; das Handwerksmäßige, Mechanische, Geistlose, Gemeine, β. ἦθος ἀποτρέπει ἐλεύθερον Plat. Legg. V, 741 e; vgl. Rep. IX, 590 c; der παιδεία entgegengesetzt Arist. Pol. 6, 2; als ὑπερβολὴ μεγαλοπρεπείας bezeichnet, Eth. Nic. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰναυσία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βαναύσου, ἤτοι ἁπλοῦ ἐργάτου ἐργαζομένου μηχανικὴν ἐργασίαν ἄνευ ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, ὡς τὰ χειρωναξία καὶ τέχνη, Ἡρόδ. 2.165, πρβλ. 167, κτλ. ΙΙ. ὁ βίος, αἱ ἕξεις καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἁπλοῦ ἐργάτου, ἀγροικία, ἔλλειψις ἀνατροφῆς, τρόπων, αἰσθήματος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 6., 4.2, 4, πρβλ. Πολ.6.2, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail manuel ; habitudes d’un artisan, vulgarité.
Étymologie: βάναυσος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): βαναυσίη Hp.Morb.Sacr.18.6, Decent.2, 5
1 artesanía, trabajo manual τούτων βαναυσίης οὐδεὶς δεδάηκε οὐδέν ninguno de ellos ha aprendido oficio manual alguno Hdt.2.165, βαναυσία καὶ χειροτεχνία la artesanía y el trabajo manual Pl.R.590c, βαναυσία ἦθος ἀποτρέπει ἐλεύθερον Pl.Lg.741e
esp. del trabajo manual de los broncistas y orfebres, Hsch.
2 hábitos de artesano, vulgaridad, mal gusto de las características de la democracia ἀγένεια, πενία, βαναυσία bajo nacimiento, pobreza, vulgaridad Arist.Pol.1317b41, περὶ τὰ χρήματα ... ὑπερβολὴ δὲ ἀπειροκαλία καὶ βαναυσία respecto del dinero ... el exceso es la extravagancia y la vulgaridad Arist.EN 1107b19, Hsch., cf. Hp.Decent.5, UPZ 62.3 (II a.C.), Aq.Ib.41.26
prob. tb. negligencia οἱ εὐχόμενοι μετὰ βαναυσίας los que oran con negligencia Chrys.M.52.458, Hsch.
3 charlatanería ἄνευ καθαρμῶν καὶ μαγίης καὶ πάσης τῆς τοιαύτης βαναυσίης sin purificaciones ni magia ni toda esa charlatanería Hp.Morb.Sacr.18.6.

Greek Monolingual

βαναυσία, η (Α) βάναυσος
Ι. χειρωναξία
2. συνεκδ. τρόπος συμπεριφοράς του χειρώνακτος, έλλειψη ανατροφής και καλών τρόπων, αμορφωσιά
3. αγυρτεία, τσαρλατανισμός.

Greek Monotonic

βᾰναυσία: ἡ, χειρωνακτική εργασία, επάγγελμα του απλού εργάτη που ασκεί απλώς μηχανική εργασία χωρίς συνέργεια του πνεύματος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰναυσία: ион. βᾰναυσίη ἡ
1) ремесло, ручной труд Her.;
2) некультурность, пошлость, грубость Plat., Arst.