πατριάρχης

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατριάρχης Medium diacritics: πατριάρχης Low diacritics: πατριάρχης Capitals: ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: patriárchēs Transliteration B: patriarchēs Transliteration C: patriarchis Beta Code: patria/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (πατρι

   A father or chief of a race, patriarch, LXX 1 Ch. 27.22, Act.Ap.2.29, 7.8, Ep.Hebr.7.4.    II title borne by the Bishops of Rome, Constantinople, Jerusalem, Antioch, and Alexandria, Just.Nov.3.2, etc. :—Adj. πατρι-αρχικός, ή, όν, of or belonging to him, θρόνος ib.7 Praef.1, cf. Cod.Just.1.5.12.22.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατριάρχης: -ου, ὁ, (πατριὰ) ὁ πατὴρ ἢ ἀρχηγὸς πατριᾶς ἢ γένους, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ΚΖ΄, 22), Πράξ. Ἀποσπ. β΄, 29, ζ΄, 8, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ζ΄, 4· - πατριαρχία, ἡ, καταγωγὴ ἐκ πατριάρχου, Ἐπιφάν. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐπώνυμον τῶν ἀρχιεπισκόπων Ἱερουσαλήμ, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας καὶ Κωνσταντινουπόλεως, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 8730, 8834, 8987, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν πατριαρχέω ἢ -εύω, εἶμαι πατριάρχης, πατριαρχεῖον, τό, τὸ μέγαρον ἔνθα διαμένει, πατριαρχία, ἡ, τὸ ἀξίωμα· ἐπίθ., -χικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτόν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
auteur ou chef d’une famille, patriarche.
Étymologie: πατήρ, ἄρχω.

English (Strong)

from πατριά and ἄρχω; a progenitor ("patriarch"): patriarch.

English (Thayer)

πατριάρχου, ὁ (πατριά and ἄρχω; see ἑκατοντάρχης), a Hellensitic word (Winer s Grammar, 26), a patriarch, founder of a tribe, progenitor: used of David, הָאָבות רֹאשׁ, שְׁבָטִים שַׂר, הַמֵּאות שַׂר, 2 Chronicles 23:20.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. ο αρχηγός της πατριάς, του συνόλου τών καταγόμενων από τον ίδιο πρόγονο, της φυλής, του γένους
2. (στην ΠΔ) οι προπάτορες του ανθρώπινου γένους, και ιδίως οι αρχηγοί του ισραηλιτικού λαού από τον Αβραάμ ώς τους γιους του Ιακώβ
(νεοελλ. μσν.)
1. τίτλος τών επισκόπων της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αντιόχειας και τών Ιεροσολύμων και τών αρχηγών τών αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, από τους οποίους ο επίσκοπος της Ρώμης γρήγορα αντικατέστησε τον τίτλο αυτό με τον τίτλο πάπας, ενώ οι πατριάρχες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας διατήρησαν τον τίτλο από τον 5ο αιώνα ώς σήμερα
2. «Οικουμενικός Πατριάρχης» — τίτλος που δόθηκε στον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως μετά την Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451), ο οποίος από τότε έχει το προβάδισμα μεταξύ όλων τών πατριαρχών της Ανατολικής Εκκλησίας
νεοελλ.
1. (ειδικότερα στη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία) ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους
2. μτφ. υπερήλικος με πολλούς απογόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατριά «σύνολο προγόνων, γένος» + -άρχης].

Greek Monotonic

πατριάρχης: -ου, ὁ (πατριά II), πατέρας ή αρχηγός φυλής, πατριάρχης, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πατριάρχης: ου ὁ родоначальник, патриарх NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατριάρχης -ου, ὁ [πατριά, ἄρχω] aartsvader. NT.