δοχή
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
ἡ,
A = δοχεῖον, receptacle, E.El.828, Pl. Ti.71c. II reception, entertainment, Macho ap.Ath.8.348f, LXX Ge.21.8, al., PTeb.112.89 (ii B. C.), Ev.Luc.5.29, etc.; = ἄριστον, Hsch. III σημεῖον ἐν θυτικῇ, Id.
German (Pape)
[Seite 663] ἡ, die Aufnahme; – a) Bewirthung, Macho bei Ath. VIII, 348 f; N. T. – b) von Gefäßen im Körper, χολῆς Eur. El. 828; vgl. Plat. Tim. 71 c.
Greek (Liddell-Scott)
δοχή: ἡ, = δοχεῖον, τὸ περιλαμβάνον τι, Εὐρ. Ἠλ. 828, Πλάτ. Τιμ. 71C. ΙΙ. ὑποδοχή, συμπόσιον, Μάχων παρ’ Ἀθην. 348F, Ἑβδ. Κ. Δ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 réception, festin;
2 récipient, réservoir.
Étymologie: δέχομαι.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): δοκή Hsch.; δοκά Hsch.
I plu.
1 anat. receptáculos biliares, canales colédocos una de las partes del hígado que utiliza la mántica, Pl.Ti.71c, δοχαὶ χολῆς vesícula biliar E.El.828.
2 receptáculo ὑδάτων Hsch.ε 7117, cf. sg. δοκάν· θήκην Hsch.
3 medida ὕδατος θαλάσσης δοχὰς δέκα T.Sal.16.7.
II sg. recepción, convite a comer οὔσης δὲ λαμπρᾶς καὶ φιλοτίμου τῆς δοχῆς Macho 106, ἐποίησεν δοχὴν μεγάλην LXX Ge.21.8, Da.5.1, Eu.Luc.5.29, cf. 14.13, εἰς τὴν δοχὴν τὴν Κρίτωνος PSI 858.10, ὅσα εἰς τὴν δοχὴν ἕτοιμα ποιησάμενος PRyl.568.10 (III a.C.), cf. PTeb.112.89 (II a.C.), Hsch.s.uu. αὐτόκλητον, δοχήν
•esp. en lit. crist. ágape, fiesta o comida fraternal τοῖς εἰς ἀγάπην, ἤτοι δοχήν, ὡς ὁ κύριος ὠνόμασεν, προαιρουμένοις entre los crist. Const.App.2.28.1.
English (Strong)
from δέχομαι; a reception, i.e. convivial entertainment: feast.
English (Thayer)
δοχης, ἡ (δέχομαι, to receive as a guest), a feast, banquet, (cf. our reception]: δοχήν ποιῶ, מִשְׁתֶה, Gen. ( Athen. 8, p. 348f.; Plutarch, moral., p. 1102b. (i. e. non posse suav. vivi etc. 21,9).)
Greek Monolingual
δοχή, η (AM)
1. δοχείο
2. υποδοχή, δεξίωση
μσν.
1. εισφορά
2. ενέδρα.
Greek Monotonic
δοχή: ἡ (δέχομαι),·
I. θήκη, δοχείο, σε Ευρ.
II. υποδοχή, συμπόσιο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
δοχή: ἡ δέχομαι
1) вместилище: δοχαὶ χολῆς Eur. или δοχαί Plat. желчный пузырь;
2) прием (гостей), угощение, пир (δοχὴν ποιεῖν NT).