ὑπασπιστής

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπασπιστής Medium diacritics: ὑπασπιστής Low diacritics: υπασπιστής Capitals: ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hypaspistḗs Transliteration B: hypaspistēs Transliteration C: ypaspistis Beta Code: u(paspisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A shield-bearer, armour-bearer, esquire, Hdt.5.111, E.Rh.2 (anap.), Ph.1213, X.An.4.2.20, etc.    2 pl., a brigade of guards in the Macedonian army, D.S.19.40, Arr.An.2.4.3, 2.20.6.

German (Pape)

[Seite 1184] ὁ, Schildträger, Waffenträger übh.; Eur. Phoen. 1219; Her. 5, 111; Sp.; bes. Einer von der Leibwache, der mit dem Schilde den Feldherrn schützt, Eur. Rhes. 2; Xen. An. 4, 2, 31; Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπασπιστής: -οῦ, ὁ, ὁ φέρων τὴν ἀσπίδα, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, θεράπων, Ἡρόδ. 5. 111, Εὐρ. Ρῆσ. 2, Φοίν. 1213, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 20, κλπ.· οὕτως, ὑπασπιστήρ, ῆρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 182. 2) οἱ ὑπασπισταὶ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ ἀπετέλουν διακεκριμένον σῶμα (εἰς ὃ ἀνῆκον οἱ πεζοὶ σωματοφύλακες), ἐκλήθησαν δὲ οὕτως ἐκ τῶν ἀσπίδων ἂς ἔφερον, Διόδ. 19. 40, Ἀρρ. Ἀν. 2. 4 καὶ 20, πρβλ. Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 6. 148, Grot.· 12. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπασπιστής· βοηθός, δορυφόρος, ὑπηρέτης». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écuyer litt. qui porte le bouclier.
Étymologie: ὑπασπίζω.

Greek Monolingual

ο / ὑπασπιστής, ΝΜΑ, θηλ. υπασπίστρια Ν
νεοελλ.
1. αξιωματικός τοποθετημένος ως έμπιστος ακόλουθος και γραμματέας ανώτερου στρατιωτικού διοικητή, ιδίως αρχηγού επιτελείου
2. ανώτερος αξιωματικός που συνοδεύει τιμητικά τον αρχηγό του κράτους («υπασπιστής του Προέδρου της Δημοκρατίας»)
μσν.-αρχ.
μτφ. υπερασπιστής, υποστηρικτής («τῶν διεστραμμένων δογμάτων ὑπασπισταί», Κύριλλ.)
αρχ.
1. οπλίτης που έφερε την ασπίδα, ασπιδοφόρος σωματοφύλακας και ακόλουθος αξιωματούχου ή ηγεμόνα («τίς ὑπασπιστῶν ἄγρυπνος βασιλέως», Ευρ.)
2. (γενικά) βοηθός, προστάτης
3. στον πληθ. οἱ ὑπασπισταί
εκλεκτό σώμα του μακεδονικού στρατού στο οποίο ανήκαν οι πεζοί σωματοφύλακες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν ασπίδες («τῶν δὲ πεζῶν πρώτους μὲν ἔταξε τοὺς ὑπασπιστάς», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπασπίζω. Το θηλ. ὑπασπίστρια μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Greek Monotonic

ὑπασπιστής: -οῦ, ὁ, ασπιδοφόρος, οπλοφόρος, υπηρέτης, ακόλουθος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπασπιστής: οῦ ὁ
1) оруженосец Her., Eur., Xen.;
2) щитоносец, вооруженный щитом: οἱ ὑπασπισταί Diod. щитоносцы (македонская пешая гвардия).