ἀγήραος

From LSJ
Revision as of 11:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγήραος Medium diacritics: ἀγήραος Low diacritics: αγήραος Capitals: ΑΓΗΡΑΟΣ
Transliteration A: agḗraos Transliteration B: agēraos Transliteration C: agiraos Beta Code: a)gh/raos

English (LSJ)

ον, Att. contr. ἀγήρως, ων (of which Hom. uses nom. dual ἀγήρω (v. infr.), nom. sg. and acc. pl.

   A ἀγήρως Od.5.218, al.); acc. sg. ἀγήρων h.Cer.242; ἀγήρω Hes.Th.949, Jul.Or.4.142b: nom. pl. ἀγήρῳ Hes.Th.277; dat. ἀγήρῳς Ar.Av.689:—ageless, undecaying, ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα Il.8.539; σὺ δ' ἀθάνατος καὶ ἀ. Od.5.218; ἀγήρω τ' ἀθανάτω τε Il.12.323, cf. Hes.Th.949; ἀπήμαντος καὶ ἀ. ib.955; ἄνοσοι καὶ ἀ. Pi.Fr.143; ἀ. χρόνῳ δυνάστας S.Ant.608 (lyr.).    2 of things, once in Hom., of the aegis, Il.2.447; κῦδος ἀ. Pi.P.2.52; χάριν τ' ἀγήρων ἕξομεν E.Supp.1178: in Prose, τὸν ἀγήρων ἔπαινον Th.2.43; ἀθάνατον καὶ ἀ. πάθος Pl.Phlb.15d, etc.

German (Pape)

[Seite 13] in den Homer. Scholl. als Variante Odyss. 5, 136 ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, Iliad 2, 447 ἀγήραον ἀθανάτην τε; an beiden Stellen las Aristarch ἀγήρων, s. Didym. in den Scholl. Vgl. unten ἀγήρως. – Hesiod. Theog. 955 ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος; κῦδος Pind. P. 2, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγήραος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. ἀγήρως, ων, (οὗ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρ. δυϊκὴν ὀνομαστ. ἀγήρω (ἴδε κατωτ.), ἑν. ὀνομ. καὶ πληθ. αἰτ. ἀγήρως, Ὀδ. Ε, 218, κτλ.)· ἑν. αἰτ. ἀγήρων, Ὕμν. Ὁμ. Δήμ. 242. ἀνθ’ οὗ ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 949 ἔχει ἀγήρω· πληθ. ὀνομ. ἀγήρω, Ἡσ. Θ. 277, δοτ. ἀγήρῳς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 689· ὁ μὴ γηράσκων, μὴ παρακμάζων, Ὅμ. καὶ Ἡσ., οἵτινες χρῶνται τῇ λέξει ἐπὶ προσώπων συνάπτοντες αὐτὴν μετὰ τοῦ ἀθάνατος, ἀθάνατος καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα, Ἰλ. Θ. 539, πρβλ. Ὀδ. Ε. 136 κτλ., σὺ δ’ ἀθ. καὶ ἀγήρως, Ὀδ. Ε. 218· ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε, Ἰλ. Μ. 323, Ρ, 444· οὕτως Ἡσ. Θ. 949· ὡσαύτως, ἀπήμαντος καὶ ἀγ., αὐτ. 955· οὕτως, ἀγήρως χρόνῳ δυνάστας, Σοφ. Ἀντ. 608 (λυρ.). 2) ἐπὶ πραγμάτων ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς αἰγίδος, Ἰλ. Β. 447· -ἀκολούθως, ἀγ. κῦδος, Πίνδ. Π, 2. 96· χάριν τ’ ἀγήρων ἕξομεν, Εὐρ. Ἱκ. 1178· καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸν ἀγήρων ἔπαινον, Θουκ. 2. 43· ἀγ. καὶ ἀθάνατον πάθος, Πλάτ. Φίλ. 15D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
par contr. ἀγήρως, ως;
1 qui ne vieillit pas, toujours jeune;
2 qui ne peut vieillir, impérissable.
Étymologie: ἀ, γῆρας.

English (Autenrieth)

(γῆρας): ageless, unfading, always with ἀθάνατος.

English (Slater)

ᾰγήρᾰος
   1 not growing old, unaging ἑτέροισι δέ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ (P. 2.52) κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι (sc. θεοί.) fr. 143. 1.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. ἀγήρως, -ων

• Morfología: [sg. ac. ἀγήρων h.Cer.242, Hes.Th.949, ἀγήρω Anaximand.B 2, S.Fr.1143, Iul.Or.11.142b; plu. nom. ἀγήρῳ Hes.Th.277, ἀγείρω Corinn.1.3.25, ac. ἀγήρως Od.5.218, dat. ἀγήρῳς Ar.Au.689; dual nom. ἀγήρω Il.12.323]
1 de seres vivos y dioses que no envejece, siempre joven, en Homero c. ἀθάνατος siempre αἰεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ' ἀθανάτω τε ἔσσεσθ' Il.12.323, cf. 8.539, Od.5.218, π[ο] λου[σπ] ερίες τ' ἀγείρω Corinn.1.3.25, ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι Pi.Fr.143.1, ἀγήρως δὲ χρόνῳ δυνάστας S.Ant.608, cf. Hellanic.19(b), Theoc.12.17
τίθημι, ποιέω c. ἀγήραον Od.5.136, 7.257, 23.336, h.Cer.242, ἀγήρων θῆκε Κρονίων Hes.Th.949, ἔνεστιν ἀγήρων τινὰ διαμεῖναι Gal.7.670
de los caballos de Peleo Il.17.444, de seres monstruosos semi-humanos: las Gorgonas, Hes.Th.277, Equidna, Hes.Th.305
de una planta perenne, siempre verde Plu.2.649d.
2 de cosas que no se hace viejo, que no se desgasta, inalterable λίθοι Pl.Lg.947d.
3 de ciertas cosas semidivinas o mágicas que no envejece, que no se deteriora, inalterable, inmortal de la égida Il.2.447, de unos perros de oro y plata hechos por Hefesto Od.7.94
de abstr. κῦδος Pi.P.2.52, χάρις E.Supp.1178, ἀρετή E.Fr.999, ἔπαινος Th.2.43, εὔκλεια D.60.32, πάθος Pl.Phlb.15d
del ἄπειρον Anaximand.B 2.
4 en lit. crist. y tard. que no envejece, sin edad, eterno de Dios ἄναξ αὐτός Synes.Hymn.1.481, τὸ πᾶν Procl.in R.1.68.13
de un difunto ἀ. ἐν Παραδίσσῳ MAMA 7.560 (Frigia Oriental)
βίος Gr.Naz.M.37.589A.

Greek Monotonic

ἀγήραος: -ον, Αττ. συνηρ. ἀγήρως, -ων, αιτ. ενικ. ἀγήρων και ἀγήρω· δυϊκ., ονομ., ἀγήρω· πληθ., ονομ. ἀγήρῳ, αιτ. ἀγήρως, δοτ. ἀγήρῳς (γήρας
1. αυτός που δεν γερνάει, που δεν παρακμάζει.
2. λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως και· ἀγήρως χρόνῳ, σε Σοφ.
3. λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγήραος: стяж. ἀγήρως 2 (acc. ἀγήρων и ἀγήρω pl.: nom. ἀγήρῳ, dat. ἀγήρῳς, acc. ἀγήρως) нестареющий, неувядающий, непреходящий, вечный (ἀθάνατος καὶ ἀ. Hom., Hes.; κῦδος Pind.; χάρις Eur.; ἔπαινος Thuc.; πάθος Plat.): ἀ. χρόνῳ Soph. вечно юный.

Middle Liddell

[γήρας]
1. not waxing old, undecaying,
1. of persons, Hom., Hes.; so, ἀγήρως χρόνῳ Soph.
2. of things, Il., attic