μορμώ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
German (Pape)
[Seite 207] οῦς, ἡ, auch μορμών, όνος u. μορμῶνος, Xen. Hell. 4, 4, 17, ein weiblicher Dämon, besonders als Schreckbild für kleine Kinder gebraucht, die man damit zum Schweigen brachte, überh. Schreckbild; ἀντιβολῶ σ' ἀπένεγκέ μου τὴν Μορμόνα, Ar. Ach. 557, lege das Schreckbild, den Spuk bei Seite, οὐδὲν δεόμεθ' ὦ 'νθρωπε τῆς σῆς μορμόνος, Paz 466, beide Male den Lamachus verspottend; zu letzterer Stelle bemerkt der Schol. οὕτως ἔλεγον τὸ ἐκφόβητρον καὶ τὰ προσωπεῖα, τὰ αἰσχρὰ μορμολύκεια, wonach also eine Larve, nach dem Schol. sowohl eine tragische als eine komische, so dieß. Aber Equ. 690 ist μορμὼ τοῦ θράσους ein Ausruf, wie der Schol. bemerkt, = φεῦ, hu, über den Muth; vgl. Theocr. 15, 40. – Das Stammwort μόρμος führt Hesych. an; es hängt mit μύρω, μορμύρω zusammen.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
figure grimaçante de femme, épouvantail pour les enfants.
Étymologie: DELG on rapproche formido, comme formica‖μύρμηξ.
Greek Monolingual
και μορμώνα, ἡ (Α μορμώ και μορμών και, κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα, μομβρώ και, κατά τον Ησύχ., μομμώ)
1. μορμολύκειο, φόβητρο, σκιάχτρο
2. ως κύρ. όν. η Μορμώ
τέρας της αρχαίας μυθολογίας με το οποίο φόβιζαν τα μικρά παιδιά λέγοντας ότι δάγκωνε τα άτακτα παιδιά και τά έκανε κουτσά
αρχ.
επιφώνημα για τον εκφοβισμό μικρών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορμ-ώ προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. Γοργώ) και ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα mormo- «φρίκη, φρικτός, κυρίως όσον αφορά τη θέα φαντασμάτων», ενώ συνδέεται πιθ. με λατ. formidō «φόβος» (που προήλθε με ανομοίωση). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιά, ήταν δηλ. ένα είδος θηλυκού μπαμπούλα, πρβλ. Ακκώ, Αλφιτώ. Οι τ. Μομμώ και Μομβρώ είναι παράλληλοι παρεφθαρμένοι τ. Η λ. μαρτυρείται στο ανθρωπωνύμιο Μόρμυθος (πρβλ. Γόργυθος: Γοργώ), ενώ το ανθρωπωνύμιο Μυρμίδας και η ονομ. του λαού Μυρμιδόνες συνδέονται πιθ. με τη λ., ενώ, κατ' άλλους, με τη λ. μύρμηξ].
Russian (Dvoretsky)
μορμώ: οῦς ἡ пугало, страшилище, бука Theocr., Luc.: μ. τοῦ θράσους! Arph. ах, какая наглость!
Frisk Etymological English
-οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: bogey, spectre, also personified and as interjection (Erinn. [?], Ar., X., Theoc., Luc.);
Other forms: also -όνος, -όνα etc. (Schwyzer 479)
Derivatives: μορμωτός frightful (Lyc.); μορμ-ύσσομαι frighten (Call.; for μαρμολύττομαι metri causa?, Debrunner IF 21, 243), μορμύξαν-τες (Phryg. IVp), also μορμύνει and μορμύρει δεινοποιεῖ H. Further the nouns μόρμορος and μύρμος φόβος, μόρμη χαλεπή, ἐκπληκτική H. PN Μόρμυθος (like Γοργώ : Γόργυθος, Leumann Hom. Wörter 155 n. 129); here also ther PN Μυρμιδόνες ? -- Enlarged verbform μορμολύττομαι = μορμύσσομαι (Ar., Pl.. X., Ph.), μορμολυξάμενος (Gal.) with μορμολύκ-η, Dor. -α f. (Sophr. 9, Str.), -ειον (-εῖον) n. (Ar., Pl. u.a.) = μορμώ; also μορμορύζω id. (Phot.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of μύρμηξ: Lat. formīca one might want to connect, μορμ-ώ through an analogous dissimilation with Lat. form-īdō ghost. Further ucertain; prob. like Γοργώ (s. γοργός) a reduplicated fornation, which was used originally as terrorizing call (of childrens language?, cognate with μορμύρω etc. ? WP. 2, 308). The by-forms Μομβρώ, Μομμώ (H.) show the popular character. From the interjection the as demon interpreted Μορμώ may have arisen, from there the appellative. On Μορμώ in the Middle Ages and in recent times Wiener Roman. Forsch. 35, 943 ff. (lingu. unsatistactory, s. Kretschmer Glotta 10, 234 f.). -- Beside μορμώ there was not only μορμύσσομαι, -ύνει, -ύρει, but also μορμο-λύττομαι, -λύκη, -λύκειον; on the expressive λ-enlargement cf. πομφόλυξ, πομφο-λύξαι (: πομφός), βδελύττομαι (beside βδελυρός : βδέω). Dissimilation from *μορμορύττομαι (cf. μόρμορος; Schwyzer 258) is also imaginable. The nouns μορμολύκη, -ειον are rather backfomations. - A connection with Lat. form-ido etc. seems not obious. The words may well be Pre-Greek.
Middle Liddell
!μορμω, ανδ Μορμών, όνος, ἡ,
I. a hideous she-monster, used by nurses to frighten children with, Luc.: generally, a bugbear, Ar., Xen.
II. as an exclamation to frighten children with, boh! μορμώ, δάκνει ἵππος Theocr.; μορμὼ τοῦ θράσους a fig for his courage! Ar.