λύμη
οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
English (LSJ)
ἡ,
A outrage, maltreatment, esp. by maiming, ἐπὶ λύμῃ for the sake of insult, Hdt.2.121. δ; δόμων ἐπὶ λύμῃ A.Th. 880 (lyr.); ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ Id.Eu.377 (lyr.); ἄνδρα οὕτω αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον Hdt.2.162; ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λ. τῇ πόλει Pl.Lg.919c; λ. καρπῶν καὶ προβάτων X.Oec.5.6; χωρὶς τῆς ἄλλης λύμης besides the mischief done, Hp.Fract.3: freq. in pl., outrages, indignities, λυμαίνεσθαι λύμῃσι Hdt.6.12; χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾶσιν κακοῖς S.El.1196, cf. 1195; φθείρειν λύμαις ἐχθίσταις Ar.Av. 1068; ταῖσδ' ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις A.Pr.148 (lyr.), cf. 427 (lyr.); ἐπὶ ταῖς ἐρεθιζούσαις τὸν νουθετούμενον λύμαις Phld.Lib.p.8 O. II corruption, καθάπερ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις δὲ θρῖπες . . συμφυεῖς εἰσι λῦμαι Plb.6.10.3. III damage in financial sense, πρὸς λύμην τῶν βασιλικῶν φόρων PMasp.2 iii 18 (vi A. D.), cf. 4.16 (vi A. D.); injury from disease, Ruf.Fr.64.
German (Pape)
[Seite 70] ἡ, schmähliche Behandlung in Worten und Werken, Beschimpfung, Schmach, Mißhandlung, auch übh. Schaden, Verderben; ταῖσδ' ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις Aesch. Prom. 148, wie 425; δόμων ἐπὶ λύμῃ Spt. 861; καὶ χερσὶ καὶ λύμαισι Soph. El. 1187; λύμας ἀντίποιν' ἐμᾶς Eur. Hec. 1074, vgl. Heracl. 471; λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν τι, Ar. Av. 1068; ἐπὶ λύμῃ, um Einem zu beschimpfen, Her. 2, 121, 4, wie σἄνδρα οὕτο αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον, von einem Menschen, dem Nasen u. Ohren abgeschnitten sind, 2, 162; vgl. auch λυμαίνομαι; – ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει, es dürfte der Stadt kein großer Nachtheil daraus erwachsen, Plat. Legg. XI, 919 c; αἱ κύνες τὰ θηρία ἀπερύκουσιν ἀπὸ λύμης καρπῶν καὶ προβάτων Xen. Oec. 5, 6; Sp., wie Pol. 6, 10, 3. – Auch = λῦμα, Besudelung, Unreinigkeit, ποταμὸς πάσας ὑποδεχόμενος τὰς ἀνθρωπείας λύμδς Pol. 5, 59, 11
Greek (Liddell-Scott)
λύμη: [ῡ], ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) κακή, ὑβριστικὴ μεταχείρισις, κακοποίησις, φθορά, ὄλεθρος, βλάβη, ἰδίως δι’ ἀκρωτηριασμοῦ, ἐπὶ λύμῃ, ἐπὶ ὕβρει, Ἡρόδ. 2. 121, 4· δόμων ἐπὶ λύμῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 879 ὑπ’ ἄφρονι λύμᾳ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 377· ἄνδρα οὕτω αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον Ἡρόδ. 2. 162· ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γένοιτο μεγάλῃ λ. τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. 919C· λ. καρπῶν καὶ προβάτων Ξεν. Οἰκ. 5, 6· χωρὶς τῆς ἄλλης λύμης, ἐκτὸς τῆς ἄλλης βλάβης, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 752· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., βλάβαι, ὕβρεις, ἀτιμώσεις, λύμῃσι λυμαίνεσθαι Ἡρόδ. 6. 12· χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾶσιν κακοῖς Σοφ. Ἠλ. 1195, πρβλ. 1196· λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1068· ταῖσδ’ ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις Αἰσχύλ. Πρ. 148, πρβλ. 426. II. = λῦμα, ῥύπος, ἀκαθαρσία, Πολύβ. 5. 59, 11. (Οἱ τύποι λύμη καὶ λῦμα, φαίνεται ὅτι ἐν ἀρχῇ ἦσαν συνώνυμοι, ἀλλ’ ἡ χρῆσις ὥρισεν εἰς ἑκάτερον ἰδιαίτερον κλάδον τῆς κοινῆς των σημασίας.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 mauvais traitement, dommage ; ruine, perte;
2 impureté, souillure.
Étymologie: R. Λυ ; cf. λῦμα ; lat. pol-luo.
Greek Monolingual
λύμη, ἡ (Α)
1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα
2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.)
3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις δὲ θρῑπες καὶ τερηδόνες συμφυεῑς εἰσι λῡμαι», Πολ.)
4. οικονομική ζημία
5. στον πληθ. αἱ λῡμαι
οι βλάβες, οι ατιμώσεις, οι προσβολές («χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾱσιν κακοῑς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος θηλυκού του λῦμα (I), (πρβλ. βρῶμα: βρώμη, γνῶμα: γνώμη, χάρμα: χάρμη). Για ετυμολ. βλ. λ. λύμα (I).
ΠΑΡ. λυμαίνω, λυμεών
αρχ.
λυμήτης.
Greek Monotonic
λύμη: [ῡ], ἡ,
I. κακή, υβριστική μεταχείριση, κακοποίηση, βλάβη, φθορά, όλεθρος, ακρωτηριασμός, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ.· στον πληθ., ύβρεις, ατιμίες, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. λῦμα, ρύπος, ακαθαρσία, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
λύμη: дор. λύμα (ῡ) ἡ
1) порча, разрушение, вред (κήπους λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν Arph.; οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λ. τῇ πόλει Plat.);
2) нанесение увечья, уродование: αἰοχρῶς λύμῃ διακείμενος Her. позорно обезображенный;
3) позор, поношение, оскорбление: ἐπὶ λύμῃ Her. для поругания;
4) pl. нечистоты (ἀνθρώπειαι Polyb.).
Middle Liddell
!λύ¯μη, ἡ,
I. brutal outrage, maltreatment, maiming, Hdt., Aesch., etc.:—in pl. outrages, indignities, Hdt., Aesch.
II. = λῦμα, defilement, Polyb.