νιφάς
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in pl., ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278; βρέχε . . χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm, νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51. 2 generally, shower, πετρῶν A.Fr.199.7, cf. Th.212 (lyr.), E.Andr.1129; τραχεῖα ν. πολέμοιο storm or sleet of war, Pi.I.4(3).17; ὀμβρία ν., of rain, Lyc.876; πληγῶν νιφάδες Lib.Ep.112.6. II as fem. Adj., = νιφόεσσα, πέτρα S.OC1060 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νῐφάς: -άδος, ἡ, (νίφω) χιὼν πίπτουσα εἰς μεγάλα τεμάχια, κοινῶς «τουλούπας», Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια χιόνος, ὥστε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Ἰλ. Μ. 278· οὔρεα... νιφάσι συνηρεφέα, κεκαλυμμένα ὑπὸ χιόνος, Ἡρόδ. 7. 111· βρέχε... χρυσέαις νιφάδεσσι, πιθ. μυθώδης παράστασις τοῦ πλούτου τῆς Ρόδου, Πινδ. Ο. 7. 64, πρβλ. Ι. 7 (6). 5· ὡς παρομοίωσις καταπειστικῆς εὐγλωττίας, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 5· ― τὸ ἑνικ. ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, νιφετός, «χιονιά», νιφὰς ἠὲ χάλαζα Ἰλ. Ο. 170· νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, ἀνώνυμος καὶ ἀκλεὴς ἐκαλύπτετο ὑπὸ πολλῶν χιόνων, περὶ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ πάγου τοῦ Κρόνου, δηλ. τοῦ Κρονίου λόφου, Πινδ. Ο. 10 (11), 62. 2) μεταφορ., πετρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Θήβ. 213, Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· ν. πολέμου, ἡ πολεμικὴ καταιγίς, Πινδ. Ι. 4. 26 (3. 35)· ὀμβρίαν ν., ἐπὶ τῆς βροχῆς, Λυκόφρ. 876· ― πρβλ. ὄμβριος, χάλαζα, χειμών. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ. = νιφόεσσα, πέτρας νιφάδος Σοφ. Ο. Κ. 1060.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 subst. neige ; αἱ νιφάδες flocons de neige;
2 adj. f. neigeuse.
Étymologie: νίφω.
English (Autenrieth)
άδος (σν.): snow-flake, snow, mostly pl.; w. χιόνος, Il. 12.278. (Il.)
English (Slater)
νῐφᾰς (ἡ)
1 snow storm βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (O. 7.34) βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) (O. 10.51) met., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (cf. νέφος) (I. 4.17)
Greek Monolingual
νιφάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. νιφάδα.
Greek Monotonic
νῐφάς: -άδος, ἡ (νίφω)·
I. 1. νιφάδα χιονιού· στον πληθ., νιφάδες, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· παροιμ. για την ευφράδεια ως μέσο πειθούς, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ενικ. με περιληπτική σημασία, χιονιάς, χιόνια, στο ίδ., σε Πίνδ.
2. μεταφ., νιφὰς πετρῶν, βροχή από πέτρες, σε Αισχύλ., Ευρ.· νιφὰς πολέμου, πολεμική καταιγίδα, σε Πίνδ.
II. ως θηλ. επίθ., = νιφόεσσα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νῐφάς: άδος (ᾰδ) ἡ νίφω
1) тж. pl. снег (οὔρεα νιφάσι συνηρεφέα Her.);
2) снежинка, pl. снежные хлопья (νιφάδες χιόνος Hom.);
3) перен. град или ливень (πετρῶν Aesch.);
4) буря, шквал (πολέμου Pind.).
άδος adj. f покрытая снегом, оснеженная (πέτραι Soph.).
Middle Liddell
νῐφάς, άδος, νίφω
I. a snowflake, in pl. snowflakes, Il., Hdt.; as a simile for persuasive eloquence, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν Il.:—the sg. in collective sense, a snowstorm, snow, Il., Pind.
2. generally, a shower of stones, Aesch., Eur.; ν. πολέμου the sleet of war, Pind.
II. as fem. adj., = νιφόεσσα, Soph.