τριττύς

From LSJ
Revision as of 12:55, 17 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">, ἡ</b>" to ", ἡ")

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριττύς Medium diacritics: τριττύς Low diacritics: τριττύς Capitals: ΤΡΙΤΤΥΣ
Transliteration A: trittýs Transliteration B: trittys Transliteration C: trittys Beta Code: trittu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ (written τριτύς in Tim.Lex., Hsch.), Att. acc. pl.

   A τριττῦς Arist.Ath.21.3, cf. Harp.:—the number three, Hsch., Phot.:— νικᾶν τριττύν win three victories, Philostr.Gym.33.    II sacrifice of three animals, used specially on making solemn oaths,—boar, goat, and ram, Sch.Ar.Pl.820; bull, boar, and ram, Call.Fr.403; bull, goat, and boar, Ister 34; two sheep and an ox, Epich.187 (v. τριττύα).    III at Athens, a third of the φυλή, IG12.190.7, 884, al., D.14.23, Aeschin.3.30, Arist.Ath.21.3: in form τριπτύς, IG12(5).594 (Ceos, iv B. C.).    2 third part of the πρυτάνεις, Arist. Ath.44.1.

Greek (Liddell-Scott)

τριττύς: -ύος, ἡ, (φέρεται τριτὺς ἐν Τιμ. Λεξ. Πλάτ.), Ἀττ. πληθυντ. τριττῦς Ἁρπ.· - ὁ ἀριθμὸς τρία, τριάς, Λατιν. ternio, Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. ὡς τὸ τριττύα, θυσία τριῶν ζῴων μάλιστα ἐπὶ σεμνοπρεποῦς ὁρκωμοσίας, ὡς τὸ παρὰ Ρωμαίοις suovetaurilia, - θυσία κάπρου, τράγου καὶ κριοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 820· ταύρου, τράγου καὶ κριοῦ, Καλλ. Ἀποσπ. 403· ταύρου, τράγου καὶ κάπρου, Ἴστρ. παρὰ Φωτ.· δύο προβάτων καὶ βοός, Ἐπίχ. παρ’ Εὐστ. 1676. 37· πρβλ. Ὀδ. Λ. 131. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ τρίτον τῆς φυλῆς, Δημ. 184. 10, Αἰσχίν. 58. 8, Ἀριστ. Ἀποσπ. 347, 349. (Ὁ Αἰολ. τύπος τριππὺς ὁδηγεῖ ἡμᾶς εἰς τὸ Λατ. tribus, πρβλ. Δίωνος Κασσ. Ἀποσπ. 1. 1).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
1 le nombre trois;
2 sacrifice de trois animaux (en particul. pour ratifier un serment solennel);
3 à Athènes le tiers d’une tribu (trittye) ; le tiers des prytanes.
Étymologie: τρεῖς.

Greek Monolingual

και τριτύς και δ. γρφ. τρικτύς, -ύος, η, ΜΑ, και αιολ. τ. τριπτύς Α
1. ο αριθμός τρία
2. η τριάδα
αρχ.
1. τριπλή θυσία, θυσία τριών ζώων
2. το ένα τρίτο κάθε φυλής του αθηναϊκού κράτους, που υπηρετούσε την πολιτική και στρατιωτική οργάνωση της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παρουσιάζει ποικιλία μορφών, που εμφανίζουν όλες επίθημα -τύς, το οποίο απαντά και σε άλλα ουσ. που προέρχονται από αριθμ. (πρβλ. μυριοσ-τύς). Ο τ. τρικτύς έχει σχηματιστεί είτε από θ. τρι-χ- με δασύ ουρανικό -χ- (πρβλ. τρισσός < τριχjος < τρίχα) είτε από θ. τρι-κ- με ψιλό ουρανικό -κ- (πρβλ. αρχ. ινδ. trika- «τριπλός»). Τέλος, ο τ. τριττύς είναι σχηματισμένος κατά το τριττός, αττ. τ. του τρισσός, ενώ δυσερμήνευτος παραμένει ο τ. τριπτύς].

Greek Monotonic

τριττύς: -ύος, ἡ,
I. ο αριθμός τρία, Λατ. ternie· κυρίως η θυσία τριων ζώων, κάπρου, τράγου και κριαριού, σε Αριστοφ.
II. στην Αθήνα, το ένα τρίτο τῆς φυλῆς, σε Δημ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

τριττύς: ύος ἡ (в Аттике) треть филы Dem., Aeschin., Arst.

Middle Liddell

τριττύς, ύος, ἡ,
I. the number three, Lat. ternio: esp. a sacrifice of three animals, a boar, goat, and ram, Ar.
II. at Athens, a third of the φυλή, Dem., Aeschin.