καῖρος

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καῖρος Medium diacritics: καῖρος Low diacritics: καίρος Capitals: ΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: kaîros Transliteration B: kairos Transliteration C: kairos Beta Code: kai=ros

English (LSJ)

ὁ (on the accent v. Eust.907.13),

   A row of thrums in the loom, to which the threads of the warp are attached, ravel, Ael. Dion.Fr.400, Phot.:—hence καιρ-όω, make fast these threads:

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, die Schnüre am Webstuhl, welche die Fäden der Kette oder des Aufzuges parallel neben einander befestigen u. verhindern, daß sie unter einander gerathen, Eust. Vgl. καιρόω.

Greek (Liddell-Scott)

καῖρος: (Α), ὁ «καῖρος δέ φασι καίρωμα, τὸ διάπλεγμα, ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων ὅπου δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - ἐντεῦθεν «καιρῶσαι, (καιρόω) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ σύνδεσις τοῦ στήμονος, Πολυδ. Ζ΄, 33· καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295· καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ ὑφάντρια, αὐτόθι 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες· ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. καιροσέων.

Greek Monolingual

καῑρος, ὁ (Α)
1. τα λεπτά σχοινιά στο αντί του αργαλειού όπου δένονται τα άκρα του στημονιού
2. το διάπλεγμα που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το μιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. sari-kc «ταινία, σχοινί» και sard «αράχνη», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker- «σχοινί, κλωστή υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η έννοια του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην άποψη ότι η λ. καιρός προέρχεται από το καῖρος με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «χρονικός κόμβος», «ακριβές χρονικό σημείο».
ΠΑΡ. αρχ. καιρία, καιρώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. καιροδαπιστής, καιροσπάθητος.

Greek Monotonic

καῖρος: (Α), ὁ, η σειρά των λεπτών σχοινιών των αντίων του αργαλειού (ή αλλιώς μιτάρι), εκεί που δένονται οι άκρες των κλωστών του κουβαριού, Λατ. licia.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: row of thrumbs (on the loom), to which the threads of the warp are attached (Ael. Dion. Fr. 440, Phot. 304, EM); exact construction unknown.
Derivatives: - καίρωσις (Poll. 7, 33, H.), after H. = τοῦ στήμονος οἱ σύνδεσμοι, collective abstract from *καιρόω provide with καῖροι; καίρωμα = καῖρος (Ael. Dion. l. c.) Chantraine Formation 187), also texture (Call. Fr. 295); καιρωτίδες (-ωστ(ρ)ίδες) weaver (Call. Fr. 356, H., Suid.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Note καιροσέων adjunct of ὀθονέων (η 107) for καιρουσσέων (on the explanation Wackernagel Unt. 84f. against Kretschmer, who Glotta 13, 249 sticks to his interpretation), gen. pl. of καιρόεσσα, m. καιρόεις prop. provided with καῖροι; exact meaning uncartain. - On καιρία, mostly κειρία (-η-, -ι-) s. v. Technical expression of unclear meaning, so etymologically difficult. Acc. to H. Petersson (s. Pok. 577f.) to Arm. sari-k', pl. gen. sareac̣ sling, rope, sard, instr. sardi-w spider. Albanian combination (to thur twine, weave etc. [?]) in Cimochowski Ling. Posn. 5, 194.

Middle Liddell


the row of thrums in the loom, to which the threads of the warp are attached, Lat. licia.