ἦνοψ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
οπος, ὁ, ἡ, perh.
A gleaming, ἤνοπι χαλκῷ Il.16.408, 18.349, Od.10.360; οὐρανός Call.Fr.anon.24; πυρός ib.28. (Expld. as,= ἄν-οψ, not to be looked at, dazzling, by Scholl.in Lexx., but ϝῆνοψ is prob. in Hom.)
German (Pape)
[Seite 1173] οπος, Il. 16, 408. 18, 349 Od. 10, 360 in der Vrbdg ἤνοπι χαλκῷ, οὐρανὸς ἦνοψ poet. bei Suid. v. ἔνδιος, nach Einigen funkelnd, für ἄνοψ, was man vor Glanz nicht ansehen kann, oder mit ἔνοπτρον zusammenhangend, spiegelblank; unwahrscheinlicher von ὄψ abgeleitet, ἔνηχος, helltönend, womit das von Suid. erwähnte ἤνοπα πυρὸν ἔδουσιν nicht zu vereinigen ist. Vgl. νῶροψ.
Greek (Liddell-Scott)
ἦνοψ: -οπος, ὁ, ἡ, ἐν Ὁμ. Ἰλ. Π. 408, Σ. 349, Ὀδ. Κ. 360, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, ἤνοπι χαλκῷ, μὲ λάμποντα, ἀκτινοβόλον χαλκόν. Οἱ ἀρχαῖοι ἐξελάμβανον αὐτὸ ὡς = ἄνοψ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβλέψῃ διὰ τὴν λαμπρότητα, θαμβερός, πρβλ. νῶροψ. Ὁ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἔνδιος, ἦνοψ, ἀναφέρει αὐτὸ καὶ ὡς ἐπίθ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ πυροῦ (σίτου).
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ, ἡ)
à l’aspect brillant, éclatant.
Étymologie: pour *Ϝῆνοψ, d’une R. Ϝαν, Ϝα, briller, et ὀπ-, voir.
English (Autenrieth)
οπος (ϝῆνοψ): bright, gleaming, χαλκός.
Greek Monolingual
ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fήν-οψ, με ανερμήνευτο το Fηv-. Η κατάληξη -οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ-οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα: χαλκός, ουρανός, πυρ,-ός. Σύμφωνα με τη γλώσσα του Ησύχ. επίσης: ἤνοπα
λαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ).
Greek Monotonic
ἦνοψ: -οπος, ὁ, ἡ, στον Όμηρ., πάντοτε στη φράση ἤνοπι χαλκῷ, με χαλκό που λάμπει και ακτινοβολεί (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἦνοψ: οπος [*ὄψ] блистающий, сверкающий: только в выражении ἤνοπι χαλκῷ Hom. сверкающей медью.
Frisk Etymological English
-οπος
Grammatical information: adj.
Meaning: of χαλκός (Π 408, Σ 349 = κ 360), of οὑρανός and πυρός (Call. Fr. anon. 24, 28); also PN (Il.). Meaning already in antiquity debated, cf. H.: ἤνοπα λαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation in -οψ (Schwyzer 426, Chantraine Formation 258), but further unclear; orig. *Ϝῆν-οψ (Chantraine Gramm. hom. 1, 152); cf. νῶρ-οψ, αἶθ-οψ, also of χαλκός, but without interpretation. Several hypotheses in Bezzenberger BB 1, 338, Reichelt KZ 39, 67, Charpentier KZ 40, 452 n. 2, Froehde BB 18, 63, Stokes BB 20, 223 (cf. Bq.); s. also Kuiper MAWNed. NR. 14 : 5, 27 n. 2.
Middle Liddell
ἤνοψ, οπος, ὁ, ἡ, [in Hom., always in phrase ἤνοπι χαλκῷ,]
with gleaming, glittering brass. [deriv. uncertain]