ὀλοθρεύω

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοθρεύω Medium diacritics: ὀλοθρεύω Low diacritics: ολοθρεύω Capitals: ΟΛΟΘΡΕΥΩ
Transliteration A: olothreúō Transliteration B: olothreuō Transliteration C: olothreyo Beta Code: o)loqreu/w

English (LSJ)

   A destroy, v.l. for ὀλεθρεύω in LXX Ex.12.23,al., Ph.1.73 (citing Ex.l.c.), Ep.Hebr.11.28 ; cf. ἐξολοθρεύω:—hence ὀλοθρ-ευτής, οῦ, ὁ, destroyer, IEp.Cor.10.10 :—fem. ὀλοθρ-εύτρια, gloss on λοιγίστρια, Hsch. :

German (Pape)

[Seite 325] verderben, zerstören, N. T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοθρεύω: καταστρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· ὡσαύτως ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -ἐντεῦθεν ὀλόθρευσις, ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ καταστροφή, Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ καταστροφεύς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λοιγίστρια· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.

French (Bailly abrégé)

exterminer, ruiner, détruire.
Étymologie: ὄλεθρος.

English (Strong)

from ὄλεθρος; to spoil, i.e. slay: destroy.

Greek Monolingual

ὀλοθρεύω)
εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, επιφέρω όλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλεθρεύω < ὄλεθρος, με αφομοίωση του -ε- σε -ο-].

Greek Monotonic

ὀλοθρεύω: καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ὀλοθρεύω: NT = ὄλλυμι.

Middle Liddell

ὀλοθρεύω,
to destroy utterly, NTest. [deriv. uncertain]

Chinese

原文音譯:ÑloqreÚw 哦羅特留哦

詞類次數:動詞(1)

原文字根:全部 敗壞 相當於: (נָגַף‎) G5221

字義溯源:滅,毀滅,破壞;源自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞);而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。參讀 (ἀναιρέω)同義字

同源字:1) (ἀπόλλυμι)全毀 2) (Ἀπολλύων)毀滅者 3) (ἀπώλεια)沉淪 4) (ἐξολεθρεύω)全然滅絕 5) (ὀλέθριος / ὄλεθρος)敗壞 6) (ὀλεθρευτής / ὀλοθρευτής)敗壞者 7) (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)滅 8) (συναπόλλυμι)一同滅亡

出現次數:總共(1);來(1)

譯字彙編

1) 毀滅者(1) 來11:28