σχηματοποιέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A bring into a certain form or shape, σ. τι οἷον ἂν θέλωσι Thphr.HP9.4.10; -ποιοῦσα γραμμή a line forming a figure, Procl. in Euc.p.111 F.:—Pass., take a certain shape or posture, X.Eq.10.5: Rhet., to have a particular character or air, Aristid.Rh.2p.535S. 2 Med., represent in pantomime, Poll.4.95.
German (Pape)
[Seite 1055] formen, gestalten, bilden, eine Form, Gestalt machen, geben, Theophr. u. a. Sp. – Im med. wie σχηματίζομαι, eine Gestalt, Haltung des Leibes annehmen, Xen. Equ. 10, 5; dah. von Pantomimen, durch Haltung u. Gebehrden eine Handlung darstellen.
Greek (Liddell-Scott)
σχημᾰτοποιέω: σχηματίζω ἢ διαπλάσσω τι, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμά τι ἐνταῦθα καὶ σχηματοποιεῖν (τὸν λιβανωτὸν) ἐπὶ τῶν δένδρων οἷον ἂν θέλωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 10. ― Παθ., ὡς τὸ σχηματίζομαι, λαμβάνω ὡρισμένον τι σχῆμα ἢ ὡρισμένην θέσιν ἢ στάσιν, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 5· ἐν τῇ Ρητορ., ἔχω ἴδιόν τινα χαρακτῆρα ἢ ἔκφρασιν, Λατιν. colorari, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 441. 2) Μέσ., παντομιμικῶς παριστάνω, Πολυδ. Δ΄, 95.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner une forme, former, figurer, façonner;
Moy. σχηματοποιέομαι-οῦμαι;
1 prendre un air, se donner un maintien;
2 avoir un caractère particulier en parl. d’un écrivain.
Étymologie: σχῆμα, ποιέω.
Spanish
Greek Monotonic
σχημᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, σχηματίζω, διαπλάθω, μορφοποιώ, δίνω σε κάτι συγκεκριμένο σχήμα, διαμορφώνω — Παθ., λαμβάνω ένα ορισμένο σχήμα ή μια συγκεκριμένη θέση ή στάση, σε Ξεν.
Middle Liddell
σχημᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω
to bring into a certain form: Pass. to take a certain shape or posture, Xen.