ἀρχηγέτης
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. ἀρχηγέτις, ιδος (dat.
A ἀρχηγέτι Ar.Lys.644); Dor. ἀρχᾱγέτας: (ἡγέομαι):—first leader, author, esp. founder of a city or family, Hdt.9.86, Pi.O.7.78, IG9(1).61.49 (Daulis); title of Apollo at Cyrene, Pi.P.5.60; at Naxos in Sicily, Th.6.3; of Heracles at Sparta, X.HG6.3.6; Asclepius in Phocis, Paus.10.32.12; Helios at Rhodes, Aristid.Or. 24(44).50; freq. of ἥρωες, IG2.1191, SIG1024.40 (Myconos), etc.; so at Athens of ἥρωες ἐπώνυμοι, Ar.Fr.126, Orac. ap. D.43.66; ὁ δήμου ἀ. the tutelary hero of the deme, Pl.Ly.205d; at Sparta of the kings, ῥήτρα ap. Plu.Lyc.6; so at Thera, IG12(3).762; fem. ἀρχηγέτις, of Athena, IG3.65, al., cf. BMus.Inscr.481*.20 (Ephesus, ii A. D.); τἀρχηγέτι, = τῇ ἀρχηγέτιδι, Ar.Lys.644. 2 generally, leader, chief, A.Supp.184,251, S.OT751, etc.; later, governor, Chor. in Rev.Phil.1.67: metaph., ἀ. φιλοσοφίας Jul.Or.6.188b; of a philosophical school, τῆς ἀγωγῆς Phld.Sto.Herc.339.12. 3 first cause, author, τύχης E.El.891; γένους Id.Or.555.
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern, Τιρυνθίων Pind. Ol. 7, 78; vgl. P. 5, 60; vgl. Plat. Lys. 255 d; Xen. Hell. 6, 3, 4; τῆς πόλεως 7, 3, 8; Pol. 34, 1; übh. Herrscher, König, Aesch. Spt. 990 Suppl. 181; Soph. O. R. 751; Urheber, τύχης Eur. El. 554. – In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι, Dem. 43, 66; vgl. B. A. 449, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχηγέτης: -ου, ὁ, θηλ. ἀρχηγέτις, ιδος, ἀλλὰ δοτ. ἀρχηγέτι (Ἀριστοφ. Λυσ. 644): Δωρ. ἀρχαγέτης: (ἡγέομαι): ― ὁ πρῶτος ἡγέτης, ὁ πρῶτος αἴτιος, κυρίως οἰκιστὴς πόλεως ἢ ὁ γενάρχης οἰκογενείας, ἀλλαχοῦ καλούμενος κτίστης, οἰκιστής, Ἡρόδ. 9. 86, Πινδ. Ο. 7. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732 β. 2· καὶ ὁ Ἀπόλλων ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν Κυρήνῃ ὡς ὁ αἴτιος τῆς ἱδρύσεως τῆς πόλεως, Πινδ. Π. 5. 80· οὕτως ἐν Νάξῳ τῆς Σικελίας, Θουκ. 6. 3· ἐν Ταυρομενίῳ, Eckhel. 1. σ. 248· ἐν Ἱεραπόλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 3906, κτλ.: ― ἐν Ἀθήναις οἱ ἥρωες ἐπώνυμοι οὕτως ἐκαλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 186, παρὰ Δημ. 1072. 25· οὕτω ὁ δήμου ἀρχ., ὃ. ἐ. ὁ προστατήριος ἥρως δήμου, ὁ δημοῦχος ἥρως, Πλάτ. Λύσ. 205D. ἐν Σπάρτῃ ἐπὶ τῶν βασιλέων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· οὕτω θηλ. ἀρχηγέτις ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 476. 477, κ. ἀλλ.· τἀρχηγέτι = τῇ ἀρχηγέτιδι Ἀριστοφ. Λυσ. 644 2) καθόλου, ἀρχηγός, ἡγεμών, Αἰσχύλ. Θηβ. 999, Ἱκ. 184, 251, Σοφ. Ο. Τ. 751, κτλ. 3) πρώτη αἰτία, πρωταίτιος, ἀρχ. τύχης Εὐρ. Ἠλ. 891· γένους Ὀρ. 555· ― ἐντεῦθεν ἐπιθ. -ετικός, ή, όν, Θεόδ. Μετοχ. Σύμμ. σ. 481. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 chef d’une race ou d’une famille, fondateur d’une cité;
2 chef, roi.
Étymologie: ἀρχή, ἡγέομαι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. ἀρχαγέτας Pi.O.7.78; ἀρκhαγέτας IG 12(3).762 (Tera, arc.)
• Morfología: [ac. ἀρχαγέτην IG 9(1).61.49 (Daulis II d.C.), jón. gen. ἀρχηγέτευ IEryth.151.36 (IV a.C.)]
1 fundador de una ciu. o familia Τλαπόλεμος ... Τιρυνθίων ἀ. Pi.l.c., εἰς τοὺς ἐπωνύμους τῶν ἀρχηγετῶν Plb.34.1.4, ὄντων οὖν ἀρχηγετῶν ἑπτά Plu.2.163b, τῇ ... πόλει ... ἀ. Aristid.Or.27.5, τοῦ σφετέρου γένους ἀ. D.C.Epit.7.1.4
•como tít. de dioses patrón de Apolo, Pi.P.5.60, Th.6.3, SIG 653 A.22 (Tróade II a.C.), IIasos 4.54 (II a.C.), SEG 9.7.26 (Cirene II a.C.), Paus.1.42.5, de Iaco Sokolowski 2.10.67 (Atenas V/IV a.C.), Str.10.3.10, de Heracles, X.HG 6.3.6, Luc.Symp.16, de Asclepio, IIasos 227 (II a.C.), Paus.10.32.12, de Helios, Aristid.Or.24.50, ἐς τὸν Ἀρχηγέτην, Ναξίων τὸν θεόν App.BC 5.109, ἀρχηγέται· ἥρωες ἐπώνυμοι τῶν φυλῶν, ἢ θεοὶ ἐν Ἀθήναις Hsch.
•tb. de héroes ἥρῳ ἀρχαγέτᾳ, οὗ ἐπώνυμοί ἐστε, θύειν Orác. en D.43.66, cf. CEG 314 (Ramnunte V a.C.), IG 22.2849 (Ramnunte IV a.C.), IEryth.l.c., Thasos 1.127 (II a.C.), Paus.10.4.10
•esp. héroe tutelar ὁ δήμου ἀ. Pl.Ly.205d
•en usos metonímicos ref. a estatuas παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας Ar.Fr.135, ὁδὸς δὲ ἡ ἐπὶ τὸν ἀρχαγέτην IG 9(1).61.49 (Daulis II d.C.)
•de una escuela fil. iniciador Ζήνων ὁ τῆς Στοᾶς ἀ. Them.Or.2.26d, cf. Phld.Sto.14.22, Iul.Or.9.188b.
2 dirigente, caudillo, príncipe τῆσδε γῆς A.Supp.184, 251, Δία πάντων ἀρχαγέταν Sophr.50 Λυδίας B.3.24, cf. Hdt.9.86, ἀνὴρ ἀ. S.OT 751, cf. IG 13.255B.8 (V a.C.), Cels.Phil.2.77b
•en Esparta rey γερουσία σὺν ἀρχαγέταις Plu.Lyc.6, tb. en Tera IG 12(3).762 (arc.)
•tb. gobernador ὁ τῶν φυλῶν ἀ. Chor.Or.3.10.
3 autor, causante τύχης E.El.891, γένους ἀ. autor de (mis) días, padre E.Or.555, τῆς ἱστορίας LXX 2Ma.2.30, Ἑρμῆ ... λόγων ἀρχηγέτα γλώσσης de Hermes Hymn.Mag.15.2, τῆς ... φύσεως ὁ θεός ἐστιν ἀ. Cels.Phil.5.14.
Greek Monolingual
ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. -τις, η])
1. ο γενάρχης
2. ο αρχηγός, ο ηγέτης
αρχ.
1. ο οικιστής μιας πόλης
2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης
3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς
4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται
οι δέκα επώνυμοι ήρωες
5. η πρώτη αρχή, ο πρωταίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + ηγέτης < ηγούμαι.
ΠΑΡ. αρχ. αρχηγετεύω
νεοελλ.
αρχηγεσία].
Greek Monotonic
ἀρχηγέτης: -ου, ὁ, θηλ. ἀρχ-ηγέτις, -ιδος, Δωρ. ἀρχαγέτης (ἡγέομαι)·
1. πρώτος ηγέτης, οικιστής, ιδρυτής μιας πόλης ή γενάρχης, προπάτορας μιας οικογένειας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. γενικά, οδηγός, αρχηγός, ηγεμόνας, σε Αισχύλ., Σοφ.
3. πρώτη αιτία, πρωταίτιος, τύχης, γένους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχηγέτης: дор. ἀρχᾰγέτᾱς, ου ὁ
1) основатель, родоначальник (δήμου Plat.; τοῦ γένους Isocr.);
2) первопричина, творец (τύχης Eur.);
3) предводитель, вождь (Τιρυνθίων Pind.; Πλαταιέων Plut.).
Middle Liddell
ἡγέομαι
1. a first leader, the founder of a city or family, Hdt., etc.
2. generally, a leader, prince, chief, Aesch., Soph.
3. a first cause, author, τύχης, γένους Eur.