ὑποθάλπω
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
A heat inwardly, ὑπό μ' αὖ . . μανίαι θάλπουσ' A.Pr.878 (anap.); ὑ. τινὰ τέχνῃ Philostr.VA1.34; warm up, in literal sense, Ruf. Sat.Gon.22. 2 light or kindle secretly, ἐλπίδα τινός Ael.Fr. 306:—Pass., glow under, τέφρη (sc. ἁρπάζουσα) πῦρ ὑποθαλπόμενον AP12.92 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1217] ein wenig od. gelinde erwärmen; in tmesi bei Aesch., ὑπό μ' αὖ μανίαι θάλπουσι Prom. 880; τέφρῃ πῦρ ὑποθάλπεται Mel. 4 (XII, 92).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθάλπω: μέλλ. -ψω, ἐσωτερικῶς θερμαίνω, ὑπό μ’ αὖ... μανίαι θάλπουσιν Αἰσχύλ. Προμ. 880· ὑπ. τινὰ τέχνῃ Φιλόστρατος 43. 2) ἀνάπτω, ἐξάπτω κρυφίως, ἐλπίδα Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ὠδίν. ― Παθητ., καίομαι ὑποκάτωθεν, τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον, καιόμενον ὑπὸ τὴν τέφραν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 92.
French (Bailly abrégé)
échauffer doucement ou au fond.
Étymologie: ὑπό, θάλπω.
Greek Monolingual
ὑποθάλπω, ΝΑ θάλπω
1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς
2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω
νεοελλ.
συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή»)
αρχ.
1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι το οποίο κρατώ καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ὑποθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω εσωτερικά, σε Αισχύλ. — Παθ., ανάβω κρυφά κάτι, με δοτ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθάλπω: подогревать, разгорячать: ὑπό μ᾽ αὖ μανίαι θάλπουσι Aesch. снова охватывает меня жар безумия; τέφρῃ πῦρ ὑποθαλπόμενον Anth. тлеющий под пеплом огонь.
Middle Liddell
fut. ψω
to heat inwardly, Aesch.:—Pass. to glow under a thing, c. dat., Anth.