διπλόη

From LSJ
Revision as of 18:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλόη Medium diacritics: διπλόη Low diacritics: διπλόη Capitals: ΔΙΠΛΟΗ
Transliteration A: diplóē Transliteration B: diploē Transliteration C: diploi Beta Code: diplo/h

English (LSJ)

ἡ,

   A fold, doubling, Gal.2.710: but usu.,    II porous substance between the double plates in the bones in the skull, Hp.VC1, 17, Heliod. ap. Orib.46.9.4, Ruf.Onom.135: generally, spongy core of bone, Paul.Aeg.6.77; also, tissue between layers of intestine, Aret. SD2.9: hence,    2 weak spot, flaw in metal, Pl.Sph.267e, Ph. Bel.71.28, Plu.2.802b: metaph., αἱ δ. τῆς ψυχῆς ib. 715f, cf. 441d; 'patchiness', Plot.5.2.1; also, concealed sense, in oracles, Plu.2.407c.    III hollow sting of the scorpion, Ael.NA9.4.

Greek (Liddell-Scott)

διπλόη: ἡ, πτυχή, δίπλα, «διπλωματιά», τοῦ χιτῶνος Πισίδ. παρὰ Σουΐδ.· ἡ ῥαφή, συναρμογὴ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, ἴδε Foës. Οἰκον.· σύνδεσμος, ὡς ἐπὶ δύο πλακῶν σιδηρῶν ὁμοῦ ἐσφυρηλατημένων, πτυχή, Πλάτ. Σοφ. 267Ε, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Β· αἱ δ. τῆς ψυχῆς αὐτόθι 715F, ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. μεταφ., διπλότης, ἀμφιβολία, ἀμφιλογία, Πλούτ. 2. 441D· ἀσάφεια, αὐτόθι 407C. ΙΙΙ. τὸ κέντρον τοῦ σκορπίου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
toute chose double ou qui paraît partagée en deux, d’où
1 aiguillon du scorpion;
2 fig. repli (de l’âme, etc.) ; duplicité ; double sens, ambiguïté.
Étymologie: διπλόος.

Greek Monolingual

η (AM διπλόη) διπλούς
1. πτυχή, κοίλωμα
2. το μέρος της ραφής τών οστών του κρανίου, η εντομή του κρανίου
αρχ.-μσν.
υποκρισία, ανειλικρίνεια
αρχ.
1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών)
2. (για χρησμό) ασάφεια, αμφιβολία
3. το κοίλωμα στο κέντρο του σώματος του σκορπιού που περιέχει το δηλητήριο
4. φρ. «διπλόη τῆς ψυχῆς» — μειονέκτημα, έλλειψη.

Russian (Dvoretsky)

διπλόη:
1) трещина, свищ (διπλόην ἔχειν Plat.; διπλόαι ἐν σιδήρῳ Plut.);
2) двойственность (δ. καὶ ἀμφιβολία Plut.).