πρόσοιδα
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop.
A know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.
French (Bailly abrégé)
v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.
Greek Monolingual
Α
(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)
1. γνωρίζω και κάτι ακόμη
2. φρ. «χάριν προσειδέναι» — είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶδα «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
πρόσοιδα: παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον· προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσοιδα: pf. к * προσείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-οιδα perf. met fut. προσείσομαι: ook weten; alleen in vaste uitdr.. χάριν προσειδέναι bovendien dankbaar zijn Plat. Ap. 20a.
πρόσοιδα, perf. zonder praes., ook weten, alleen in uitdr.. χάριν προσειδέναι nog dankbaar zijn bovendien Plat. Ap. 20a.\n
Middle Liddell
[perf. without any pres. in use] [v. *εἴδω B]
to know besides; προσειδέναι χάριν to owe thanks besides, Ar., Plat.