πολύδακρυς

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδακρῠς Medium diacritics: πολύδακρυς Low diacritics: πολύδακρυς Capitals: ΠΟΛΥΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: polýdakrys Transliteration B: polydakrys Transliteration C: polydakrys Beta Code: polu/dakrus

English (LSJ)

ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ)

   A of or with many tears: hence,    I muchwept, lamented, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη, Il.3.132,165,17.544; μῆτις B. 15.24; Ἴτνς Ar.Av.212 (anap.); tearful, ἰαχά, γόος, A.Pers.940 (lyr.), Ch.449 (lyr.); π. ἁδονά E.El.126 (lyr.).    II of persons, much-weeping, Id.Ph.366, Supp.Epigr.4.719 (Bithynia).

German (Pape)

[Seite 661] υος, von oder mit vielen Thränen, viel Thränen verursachend, sehr beweinenswerth; Ἄρης, Kampf, Il. 3, 132, wie πόλεμος, ib. 165 u. öfter; ὑσμίνη, 17, 544; ἰαχά, Aesch. Pers. 902; Luc. Halc. 1, – aber auch wie das Folgde, γόος, thränenreich, Aesch. Ch. 442, ἡδονή, Eur. El. 126.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ) ὁ ἔχων πολλὰ δάκρυα, ὁ μετὰ πολλῶν δακρύων· ὅθεν, Ι. δι’ ὃν πολλὰ δάκρυα χύνονται, θλιβερός, λυπηρός, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη Ἰλ. Γ. 132, 165, Ρ. 544· ἰαχή, γόος Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Χο. 449· π. ἡδονὴ Εὐρ. Ἠλ. 126. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολὺ δακρύων, κλαίων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 366, Ἀριστοφ. Ὄρν. 212.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
1 qui fait verser ou qui provoque des larmes abondantes;
2 accompagné de larmes abondantes (cri, gémissement).
Étymologie: πολύς, δάκρυ.

English (Autenrieth)

and πολυδάκρυος: of many tears, tearful, deplorable, epith. of war, battle, etc., Il. 17.192.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ.
β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.)
2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος θρήνους, θρηνητικός (α. «χέουσα πολύδακρυν γόον κεκρυμμένον», Αισχύλ.
β. «ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) αυτός που κλαίει πολύ, που δακρύζει πολύ, ο πνιγμένος στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκρυ (πρβλ. βαρύ-δακρυς/ βαρυ-δάκρυος)].

Greek Monotonic

πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ (δάκρυ), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με πολλά δάκρυα· απ' όπου,
I. πολύδακρυς, γεμάτος δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδᾰκρυς: υος adj.
1) многослезный, исторгающий много слез (πόλεμος Hom.);
2) сопровождаемый потоками слез (γόος Aesch.);
3) проливающий потоки слез, горько плачущий Eur., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδακρυς -υος [πολύς, δάκρυ] tranenrijk, tranen opwekkend:; πόλεμον... πολύδακρυν de tranenrijke oorlog Il. 22.487; met veel tranen:. π. γόος gejammer met veel tranen Aeschl. Ch. 449. van pers. veel tranen stortend. Eur. Phoen. 366.

Middle Liddell

πολύ-δακρῠς, ῠος, ὁ, ἡ, δάκρυ
of or with many tears: hence,
I. much-wept, tearful, Il., Aesch.
II. of persons, much-weeping, Eur., Ar.