παρακέλευσις

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακέλευσις Medium diacritics: παρακέλευσις Low diacritics: παρακέλευσις Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: parakéleusis Transliteration B: parakeleusis Transliteration C: parakelefsis Beta Code: parake/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A cheering on, exhorting, Th.7.70; διδαχὴν ἅμα τῇ π. ποιεῖσθαι Id.4.126; ἐκ παρακελεύσεως Id.7.40; π. τοῦ μὴ ποιεῖν δεῖσθαι Phld.Oec. p.36 J.; τυφλοῦ π. advice given by a blind man, Pl.Tht.209e: pl., X. Cyr.3.3.50, Isoc.9.31, etc.    II factious combination for elections, ἐκ π. ἢ καὶ δεκασμοῦ D.C.53.21.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, das Zurufen, Ermuntern; Thuc. 4, 156; καὶ βοή, 7, 70; καὶ ἀπειλαί, Plat. Tim. 70 b; Isocr. 4, 97, im plur.; Xen. Cyr. 3, 3, 50; Sp., wie Plut. Rom. 18; Aufwiegelung, D. C. 53, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παρακέλευσις: -εως, ἡ, τὸ παρακελεύεσθαί τινι, παραθάρρυνσις, προτροπή, παραίνεσις, Θουκ. 7. 70· διδαχὴν ἅμα τῇ π. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 126· τυφλοῦ π., συμβουλὴ ἣν παρέχει τυφλός, Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ἐν τῷ πληθ , Ξεν. Κύρ. 3. 3, 50, κτλ. ΙΙ. φατριαστικὴ συνεννόησις ἢ συνδυασμὸς πρὸς ἐκλογάς, ἐκ π. ἢ καὶ δεκασμοῦ Δίων Κ. 53. 21· - οὕτω παρακελευστός, ὁ φατριαστικῶς ἐκλεχθείς, ὁ αὐτ. 39. 18. Πρβλ. παρακελευσμός.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
instruction, recommandation, exhortation.
Étymologie: παρακελεύω.

Greek Monolingual

-εύσεως, ή Α παρακελεύομαι
1. προτροπή, ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, παρακίνηση
2. παραίνεση, συμβουλή
3. φατριαστική συνεννόηση, συνδυασμός για εκλογές («ἐκ παρακελεύσεως ἤ καὶ δεκασμοῡ ἀποδεικνύωνται», Δίων Κάσσ).

Greek Monotonic

παρακέλευσις: -εως, ἡ, παραίνεση, ενθάρρυνση, προτροπή, συμβουλή, παρώθηση, σε Θουκ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακέλευσις -εως, ἡ [παρακελεύω] aanmoediging, advies.

Russian (Dvoretsky)

παρακέλευσις: εως ἡ побуждение, увещевание или призыв (π. καὶ βοή Thuc.; αἱ παρακελεύσεις καὶ ἀπειλαί Plat.; πληγῇ καὶ παρακελεύσει χρῇσθαι Plut.).

Middle Liddell

παρακέλευσις, εως,
a calling out to, cheering on, exhorting, addressing, Thuc., Xen.