ὁπλομαχία

From LSJ
Revision as of 04:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλομᾰχία Medium diacritics: ὁπλομαχία Low diacritics: οπλομαχία Capitals: ΟΠΛΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: hoplomachía Transliteration B: hoplomachia Transliteration C: oplomachia Beta Code: o(plomaxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fighting with heavy arms, the art of using them, Pl.Lg.813e,833e, X.An.2.1.7, Ephor.54J.; as a form of athletic exercise, SIG1061.11 (ii B. C.), OGI339.81 (Sestos, ii B. C.), Antyll. ap. Orib.6.36.

German (Pape)

[Seite 360] ἡ, das Kämpfen mit schweren Waffen, die Kunst, mit solchen Waffen zu kämpfen; Plat. Legg. VII, 813 e VIII, 833 e; ἐπιστήμων εἶναι τῶν περὶ τὰς τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν, Xen. An. 2, 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι διὰ βαρέων ὅπλων, ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι αὐτά, Πλάτ. Νόμ. 813Ε, 833Ε, Ἐφόρου Ἀποσπ. 97· ― καθόλου, ἡ τέχνη τοῦ πολέμου, ἡ τακτικὴ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. Πρβλ. ὁπλομάχος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art de combattre avec des armes pesantes.
Étymologie: ὁπλομάχος.

Greek Monolingual

η (Α ὁπλομαχία) οπλομάχος
νεοελλ.
1. στρ. η χρήση τών όπλων σε συμπλοκή εκ του συστάδην, δηλ. κατά τη μάχη σώμα προς σώμα
2. η εξάσκηση στην επιδέξια χρήση τών αγχέμαχων όπλων
αρχ.
1. η διεξαγωγή μάχης με τη χρήση βαρέων όπλων
2. η τέχνη της χρήσης βαρέων όπλων
3. η τέχνη του πολέμου γενικά
4. είδος αθλητικής άσκησης.

Greek Monotonic

ὁπλομᾰχία: ἡ, το να μάχεται κάποιος φέροντας βαρύ οπλισμό, η τέχνη να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η τέχνη του πολέμου, πολεμική τακτική, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλομᾰχία:
1) бой в тяжелых доспехах Plat.;
2) искусство боя в тяжелом вооружении: ἐπιστήμων τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν Xen. знаток тактики и боевого искусства.

Middle Liddell

ὁπλομᾰχία, ἡ,
a fighting with heavy arms, the art of using them, Plat.:—generally, the art of war, tactics, Xen. [from ὁπλομά˘χος]