ἄφοδος

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφοδος Medium diacritics: ἄφοδος Low diacritics: άφοδος Capitals: ΑΦΟΔΟΣ
Transliteration A: áphodos Transliteration B: aphodos Transliteration C: afodos Beta Code: a)/fodos

English (LSJ)

Ion. ἄποδος, (ὁ, v. infr. II),

   A going away, departure, Hdt. 5.19, 9.55, X.An.6.4.13, etc.; departure out of life, death, Hierocl. p.58A., Plot.4.3.25.    2 going or coming back, return, Hdt.4.97; retreat, X.HG6.5.20, An.5.2.21; ἄ. λείπειν τινί ib.4.2.11.    II privy, Hp.Fract.16, Ar.Ec.1059, Antiph.40.5.    2 excrement, Hp. Acut.30, al., Arist.Mir.830a22 (masc.), Dsc.2.80, Artem.2.26.    3 in pl., seminal ducts, Aret.CD2.5.

German (Pape)

[Seite 413] ἡ, 1) das Weggehen, Abmarsch, Xen. An. 6, 2, 13; der Rückzug, die Rückkehr. Hell. 6, 5, 20. – 2) der Abtritt, Ar. Eccl. 1059; Luc. Hipp. 8; der Stuhlgang, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφοδος: ἡ, τὸ ἀπέρχεσθαι, ἡ ἀναχώρησις, Ἡρόδ. 5. 19., 9. 55, Ξεν. Ἀν. 6. 4. 13, κτλ.· ἀποδημία ἀπὸ τοῦ βίου, θάνατος, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 39. 2) ἐπάνοδος, Ἡρόδ. 4. 97, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 20· ὑποχώρησις, ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 21· μέρος ἀνοικτὸν πρὸς ὑποχώρησιν, ἄφοδον λείπειν τινὶ ὁ αὐτ. 4. 2, 11. ΙΙ. ἀπόπατος, ἀναγκαῖον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1059, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀρκάδι» 1. 5. 2) περίττωμα, κόπρος, Ἱππ. 388. 51., 633. 14, Ἀριστ. Θαυμ. 1. 5: - καθόλου, κένωσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 12· - οὐσιαστ. ἀφοδία, ἡ (= ἀφόδευμα) Καισάρ. σ. 916, ἔκδ. Μί.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 départ;
2 départ pour retourner dans ses foyers ; retour.
Étymologie: ἀπό, ὁδός.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): jón. ἄποδος Hdt.
I 1acción de partir de un lugar, partida ἀμφὶ δὲ ἀπόδῳ τῇ ἐμῇ πείσομαί τοι Hdt.5.19, cf. 9.55, θυομένοις δὲ ἐπὶ τῇ ἀφόδῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά X.An.6.4.13
regreso, retirada de un ejército o similar ἔστι ἄ. ἡμῖν Hdt.4.97, ἥ γε ἄποδος ἡμῖν ἀσφαλής Hdt.4.97, φοβούμενος σπεύδειν τὴν ἄφοδον X.An.6.5.20, καταλιπόντες ἄφοδον τοῖς πολεμίοις dejando una salida a los enemigos X.An.4.2.11, κατοκνήσαντες τὴν ἄφοδον D.C.41.11.2, ὅταν ποιῶνται τὴν ἄφοδον IM 15b.24 (III a.C.), cf. IG 12(5).722.17 (Andros II a.C.), οὐκ ἐσπούδασαν εὐθέως γενέσθαι περὶ τὴν ἄφοδον LXX 3Ma.7.10, ὁ ἥλιος, κατά τε τὰς προσόδους καὶ τὰς ἀφόδους μεταβάλλων τὸν ἀέρα Ocell.36.
2 fig. muerte τοῖς γονεῦσιν νενευκόσιν ἤδη πρὸς τὴν ἄφοδον Hierocl.p.58, χρόνον τὸν ἐγγὺς τῆς ἀφόδου Plot.4.3.25.
II 1letrina, retrete ἐν τῇσιν ἐς ἄφοδον προχωρήσεσιν Hp.Fract.16, ἔασον εἰς ἄφοδον πρώτιστά με ἐλθόντα Ar.Ec.1059, εἰς ἄφοδον ἐλθών Antiph.40.5, ἀφόδων μὲν ἀναγκαίων δυσὶν ἀναχωρήσεσιν Luc.Hipp.8.
2 excremento ἡ ἄ. συγκαίεται Hp.Acut.30, τεταραγμένου μὲν ... τοῦτο ποιεῖν φασὶ τὸν ἄφοδον Arist.Mir.830a22, τὴν ἄφοδον ὁμοίαν οὖσαν πωλοῦντες Dsc.2.80, οὔρου καὶ ἀφόδου περισκοποῦντος τὸν κοιτῶνα Lyd.Mag.2.21, cf. Artem.2.26.
III en plu. conductos seminales ἐς τὸ τὰς ἀφόδους ξηραίνειν Aret.CD 2.5.2.

Greek Monolingual

ἄφοδος, η (Α) οδός
1. αναχώρηση, απομάκρυνση
2. αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος
3. επάνοδος, επιστροφή
4. υποχώρηση
5. αποχωρητήριο
6. περίττωμα.

Greek Monotonic

ἄφοδος: ἡ,
1. ξεκίνημα, αναχώρηση, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ξεκίνημα ή επάνοδος, επιστροφή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφοδος: ион. ἄποδος
1) отход, отступление Xen.;
2) уход, отъезд Her., Xen.;
3) обратный путь, возвращение Her., Xen.;
4) отхожее место Arph.;
5) испражнение Arst.;
6) экскременты Arst.

Middle Liddell


1. a going away, departure, Hdt., Xen.
2. a going or coming back, return, Xen.