κλητεύω

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλητεύω Medium diacritics: κλητεύω Low diacritics: κλητεύω Capitals: ΚΛΗΤΕΥΩ
Transliteration A: klēteúō Transliteration B: klēteuō Transliteration C: kliteyo Beta Code: klhteu/w

English (LSJ)

   A summon into court, or give evidence that a legal summons has been served, Ar.Nu.1218; τινα D.18.150; τινι Ar.V. 1413, cf. Is.Fr.108, D.32.30:—Med., procure the issuing of the summons, κ. τὴν δίκην Arist.Pr.951a27:—Pass., = ἐκκλητεύεσθαι, Is. l.c.

German (Pape)

[Seite 1452] 1) vor Gericht fordern, vorladen, Dem. 18, 180; bes. Einen, der sich weigert, ein Zeugniß abzulegen, vor Gericht fordern u. ihn zwingen, die Strafe zu bezahlen, ἀναγκάσω αὐτὸν ἢ μαρτυρεῖν ἢ ἐξόμνυσθαι ἢ κλητεύσω αὐτόν 59, 28; vgl. Poll. 8, 36; – κλητεύεσθαι = ἐκκλητεύεσθαι, Harpocr.; κλητεύεσθαι τὴν δίκην Arist. probl. 29, 13. – 2) Zeuge sein vor Gericht, Harpocr. u. B. A. 272, b; so Ar. Nubb. 1218, τινί Vesp. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

κλητεύω: καλῶ εἰς τὸ δικαστήριον ἢ δίδω μαρτυρίαν ὅτι δικαστικὴ κλῆσις ἐδόθη (ἴδε κλητήρ), Ἀριστοφ. Νεφ. 1218· τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1413· πρβλ. Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Δημ. 277. 14., 890. 17· ― Μέσ., προκαλῶ τὴν ἔκδοσιν κλήσεως, Ἀριστ. Προβλ. 29. 13, 2.

French (Bailly abrégé)

citer en justice.
Étymologie: κλητός.

Greek Monolingual

κλητεύω) κλητός
καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.)
αρχ.
1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», Πολυδ.)
2. καταθέτω μαρτυρία στο δικαστήριο, μαρτυρώ («ὅτε τῶν ἐμαυτοῦ γ' ἕνεκα νυνὶ χρημάτων ἕλκω σε κλητεύσοντα», Αριστοφ.)
3. μέσ. κλητεύομαι
προκαλώ την έκδοση κλήσεως.

Greek Monotonic

κλητεύω: μέλ. -σω, καλώ στο δικαστήριο ή δίνω απόδειξη ότι έχει επιδοθεί κλήτευση (βλ. κλητήρ), σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλητεύω [κλητός] dagvaarden. als getuige optreden:; ἕλκω σε κλητεύσοντα ik sleur je mee om te getuigen Aristoph. Nub. 1218; met dat.: γυναικὶ κλητεύεις; treed je op als getuige voor een vrouw? Aristoph. Ve. 1413.

Russian (Dvoretsky)

κλητεύω:
1) вызывать в суд (τινά Dem.);
2) штрафовать свидетеля за неявку в суд (ἀναγκάζειν τινὰ ἢ μαρτυρεῖν ἢ κ. αὐτόν Dem.);
3) выступать свидетелем на суде: κ. τινί Arph. свидетельствовать в пользу кого-л.

Middle Liddell

κλητεύω, fut. -σω
to summon into court or give evidence that a summons has been served (v. κλητήῤ, Ar.