ζύγαστρον
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1. 2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot. 3 in pl., fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.
German (Pape)
[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.
Greek Monolingual
ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].
Greek Monotonic
ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ζύγαστρον: τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist.
Middle Liddell
ζύ˘γαστρον, ου, τό, ζεύγνυμι
a chest or box (of board strongly fastened together), Soph., Xen.
Frisk Etymology German
ζύγαστρον: {zúgastron}
Grammar: n.
Meaning: hölzerne Kiste, Kästchen (S., E., X., Delphi IV-IIIa) mit ζυγάστριον (Poll.).
Etymology : Zur Bildung vgl. δέπαστρον : δέπας, κάναστρον : κανοῦν u. a. nach Muster von στέγαστρον : στεγάζω : στέγη u. a. mit Überspringung des vermittelnden Verbs (Chantraine Formation 333f.), somit eher direkt von ζυγόν als von *ζυγάζω, wohl nach dem verbindenden oder verschließenden Querholz ("παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι" Phot.; vgl. Bechtel Dial. 2, 155). — Verfehlt Ehrlich KZ 40, 375.
Page 1,614