ὥρασι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ὥρᾱσιν (also ὥρας, Men., v. infr.), Adv.: (old loc. pl. of ὥρα (c)):—
A in season, in good time, μὴ ὥρασιν ἵκοιτο, as an imprecation, may he not come in season, i.e. bad luck to him! Alex.266.1, Luc.DMeretr.10.3; μὴ ὥρας σύ γε . . ἵκοιο Men.Pk.131; μὴ ὥρασ' ἵκοισθε (Dind. for ὥρας) Ar.Lys.1037(troch.); ὁ μὴ ὥρασι that fellow—bad luck to him! ib.391; μὴ ὥρασιν ἱκοίμην, εἰ . . Luc.Salt.5; also μὴ σύ γ' εἰς ὥρας ἵκοιο Babr.53.7 (cf. ὥρα (C) B.1.4).—For the form, cf. θύρασι, Ὀλυμπίασι.
German (Pape)
[Seite 1414] ὥρασιν, adv., zur rechten Zeit; Ar. Lys. 391, nach Herm. Emend. Epit. doctr. metr. p. XXI; bestätigt durch Hdn. bei Ioann. Lex. p. 35, 33. Vgl. θύρασι. So steht jetzt Luc. D. mer. 10, 3 μὴ ὥρασιν ἵκοιτο, möge er nicht das nächste Jahr erleben; vgl. D. D. 6, 4 salt. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὥρᾱσι: ὥρᾱσιν, Ἐπίρρ.· (ὥρα)· ― ἐγκαίρως, κατὰ τὸν προσήκοντα καιρόν, ἐν καιρῷ, μὴ ὥρασιν ἵκοιτο, ὡς κατάρα, εἴθε νὰ μὴ ἔλθῃ ἐν καιρῷ, δηλ. νὰ μὴ φθάσῃ νὰ ἔλθῃ, Λατ. pereat, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10· μὴ ὥρασ’ ἵκοισθε (οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ ὥρας) Ἀριστοφ. Λυσ. 1037· ὁ μὴ ὥρασι, ὁ κακή του ὥρα ἐκεῖνος, αὐτόθι 391, ἔνθα ἴδε Δινδ. ― Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. θύρασι, Ὀλυμπίασι.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la saison, en temps opportun, jusqu’à maturité : μὴ ὥρασ’ ἵκοισθε AR puissiez-vous ne pas atteindre le moment opportun ! càd allez au diable !.
Étymologie: ὥρα.
Greek Monotonic
ὥρᾱσι: -ιν, επίρρ. (ὥρα), στην κατάλληλη εποχή, σε καλή στιγμή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὥρᾱσι: (ν) adv. ὥρα 10] в добрый час, только в бранных выраж. Luc.: μὴ ὥρασ᾽ ἵκοισθε! Arph. будьте вы прокляты!; ὁ μὴ ὥ. Δημόστρατος! Arph. Демострат, будь он неладен!