δοκιμεῖον
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
τό,
A test, means of testing, Pl.Ti.65c (v.l. δοκίμιον, as in D.H.Rh.11.1, Ep.Jac.1.3, 1 Ep.Pet.1.7, S.E.M.7.430, Lib.Decl.16.55), IG7.303.31 (Orop.); proof, εὐσεβείας OGI308.16 (Hierapolis), cf. Zos.3.13.
German (Pape)
[Seite 653] τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμεῖον: τό, κριτήριον, μέσον πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ μετὰ δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. δεῖγμα τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. δοκιμεῖον, Meisterh. σ. 51.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mieux que δοκίμιον;
moyen d’éprouver, d’essayer.
Étymologie: δόκιμος.
Greek Monotonic
δοκιμεῖον: ή δοκίμιον, τό (δόκιμος), κριτήριο, μέσο για δοκιμή, τρόπος δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμεῖον: и δοκίμιον τό средство испытания или проверки: εἰ δ. ἔχει Plut. если возможно удостовериться; τὰ φλέβια, οἷόνπερ δοκίμια τῆς γλώττης Plat. жилки, служащие как бы щупальцами языка.
Middle Liddell
n n δόκιμος
a test, means of testing, Plat., NTest. [from δοκιμή