μετεωροφέναξ
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ,
A astronomical quack, Ar.Nu.333.
German (Pape)
[Seite 160] ακος, ὁ, Meteorwindbeutel, komisch nach μετεωρολόγος gebildet, der mit der Beobachtung der Himmelserscheinungen Betrügerei treibt, Ar. Nubb. 333.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, ὁ φενακίζων ἐξαπατῶν διὰ τῆς ἀστρολογίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 333.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
charlatan qui fait des dupes en discourant dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, φέναξ.
Greek Monolingual
μετεωροφέναξ, -ακος, ό (Α)
αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική μετεωρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φέναξ, -ακος «απατηλός»].
Greek Monotonic
μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, αυτός που εξαπατά μέσω αστρολογικών σοφιστειών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροφέναξ: ᾱκος ὁ звездочет-надуватель Arph.