μετεωροσοφιστής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A astronomical sophist, Ar.Nu.360.
German (Pape)
[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sophiste qui se perd dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, σοφιστής.
Greek Monolingual
μετεωροσοφιστής, ὁ (Α)
σοφιστής που ασχολείται με τα μετέωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σοφιστής.
Greek Monotonic
μετεωροσοφιστής: ὁ, σοφιστής που ασχολείται με την αστρολογία, τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροσοφιστής: οῦ ὁ софист-звездочет Arph.