περισπερχής

From LSJ
Revision as of 14:01, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπερχής Medium diacritics: περισπερχής Low diacritics: περισπερχής Capitals: ΠΕΡΙΣΠΕΡΧΗΣ
Transliteration A: perisperchḗs Transliteration B: perisperchēs Transliteration C: perisperchis Beta Code: perisperxh/s

English (LSJ)

ές,

   A very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death (such as the selfslaughter of Ajax), S.Aj.982 ; π. βοή Trag.Adesp.254 ; πικρὸς καὶ π. Plu.2.59d.    2 π. ὀδύνῃσι goaded by pains, Opp.C.4.218, H.5.145.

German (Pape)

[Seite 592] ές, sehr eilig, geschwind, dringend; περισπερχὲς πάθος, bei Soph. Ai. 982, ist ein überschnelles Leid, wie der Schol. auch erklärt, περισσῶς κατεπεῖγον, weil Ajar noch zu retten gewesen wäre, wenn er nicht mit seiner Entleibung so sehr geeilt hätte. Die gew. Erkl. der VLL. περιώδυνος, schmerzend, ist falsch, obwohl sp. D. es ähnlich gebraucht zu haben scheinen, Opp. Hal. 5, 145 Cyn. 4, 218, περισπ. ὀδύνῃσι, von Schmerzen gedrängt.

Greek (Liddell-Scott)

περισπερχής: -ές, (σπέρχω) βίαιος, ὁρμητικός, ὦ περισπερχὲς πάθος, «βαρύ, ἀμηχανίαν ἐμποιοῦν, περισσῶς κατεπεῖγον» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 982· πικρὸς καὶ π. Πλούτ. 2. 59D· ― π. ὀδύνῃσι, κεντούμενος ὑπὸ τῶν ὀδυνῶν, Ὀππ. Κυν. 4. 218, πρβλ. Ἁλ. 5. 145.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 pressant, qui ne laisse pas de repos, ou, selon d’autres qui se précipite, impétueux;
2 emporté, irascible.
Étymologie: περί, σπέρχω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» — βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπερχής (< σπέρχος < σπέρχω, -ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»), πρβλ. επι-σπερχής].

Greek Monotonic

περισπερχής: -ές (σπέρχω), πολύ ορμητικός, περισπερχὲς πάθος, παράτολμος, πολύ βίαιος, θάνατος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

περισπερχής:
1) бурный, стремительный (πάθος Soph.);
2) вспыльчивый, резкий (πικρὸς καὶ π. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισπερχής -ές [περισπέρχω] overhaast.

Middle Liddell

περι-σπερχής, ές σπέρχω
very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death, Soph.

English (Woodhouse)

rash

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)