Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτιδόρπιος

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιδόρπιος Medium diacritics: ποτιδόρπιος Low diacritics: ποτιδόρπιος Capitals: ΠΟΤΙΔΟΡΠΙΟΣ
Transliteration A: potidórpios Transliteration B: potidorpios Transliteration C: potidorpios Beta Code: potido/rpios

English (LSJ)

ον, Ep. form of προσδ- (which is not found),

   A of or serving for supper, ὄβριμον ἄχθος ὕλης... ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη that it might serve to dress his supper, Od.9.234, cf. 249; ὕδωρ A.R.1.1209; τὰ π., = τὰ προσσίτια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 689] u. ποτιειλέω, dor. statt προσδόρπιος, προσειλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιδόρπιος: -ον, ἀρχαῖος Δωρ. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ τύπου προσ- ὅστις εἶναι ἄχρηστος), ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς τὸ δεῖπνον, ὄβριμον ἄχθος ὕλης..., ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ εἰς αὐτὸν πρὸς παρασκευὴν τοῦ δείπνου του, Ὀδ. Ι. 234, πρβλ. 249· ὕδωρ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1209· ― «τὰ ποτιδόρπια· = τὰ προσσίτια» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
propre à un repas.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, δόρπιον.

English (Autenrieth)

for supper, Od. 9.234 and 249.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο
2. ο χρήσιμος για την παρασκευή του δείπνου
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα-δόρπιος].

Greek Monotonic

ποτιδόρπιος: -ον, Δωρ. τύπος που χρησιμ. από τον Όμηρ. (ο συνήθης τύπος προσ-δόρπιος δεν χρησιμ.)· αυτός που ανήκει ή είναι χρήσιμος στο δείπνο, ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη, για να του χρησιμεύσει στην προετοιμασία του δείπνου του, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐδόρπιος: дор. = * προσδόρπιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιδόρπιος -ον [ποτί, δόρπον] voor het avondmaal (dienend).

Middle Liddell

ποτι-δόρπιος, ον, [doric form used by Hom., the common form προσδόρπιος not in use]
of or serving for supper, ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη that it might serve to dress his supper, Od.