ἰωκή

From LSJ
Revision as of 17:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωκή Medium diacritics: ἰωκή Low diacritics: ιωκή Capitals: ΙΩΚΗ
Transliteration A: iōkḗ Transliteration B: iōkē Transliteration C: ioki Beta Code: i)wkh/

English (LSJ)

ἡ (for διωκή acc. to A.D.Conj.256.27, v. sq.),

   A rout, pursuit, οὔτε βίας . . ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Il.5.521: personified, with Ἔρις and Ἀλκή, 5.740:—metaplast. acc., πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν 11.601.

German (Pape)

[Seite 1278] ἡ, Schlachtgetümmel, bes. Angriff u. Verfolgung in der Schlacht; οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Il. 5, 521; personificirt, auf der Aegis, ἐν δ' ἔρις, ἐν δ' ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα ἰωκή, 739. Dazu gehört der acc. ἰῶκα (wie von ἴωξ gebildet), εἰσορόων πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν Il. 11, 599. Vgl. die ähnlichen ἴωξις u. ἰωχμός, die mit διώκω zusammenzuhangen scheinen.

Greek (Liddell-Scott)

ἰωκή: ἡ, (διώκω, πρβλ. Δδ ΙΙ. 10)· ­- καταδίωξις, Ἰλ. Ε. 521. Αἰτ. κατὰ μεταπλασμὸν (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ἰώξ), ἰῶκα Λ. 601.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 poursuite dans la bataille;
2 la mêlée d’un combat personnifiée.
Étymologie: R. Δjακ- > jακ-, ἰακ-, poursuivre ; cf. ἰῶκα et διώκω.

English (Autenrieth)

acc. ἰῶκα (διώκω): pursuit, attack, battle-tumult. Personified, Il. 5.740. (Il.)

Greek Monolingual

ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α)
1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη
2. ως κύριο όν. Ἰωκή
προσωποποίηση της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με το διώκω].

Greek Monotonic

ἰωκή: ἡ (διώκω), καταδίωξη, κυνηγητό, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἰωκή προσωποποιημένο, στο ίδ.· μεταπλασμένη αιτ. ἰῶκα(όπως αν προερχόταν από το ἰώξ), στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰωκή: ἡ бранный клик (преследующих), тж. преследование, погоня: οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Hom. (ахейцы) не опасались ни сил троянцев, ни их преследований.

Middle Liddell

ἰωκή, ἡ, διώκω
rout, pursuit, Il.:— Ἰωκή is personified Il. [metaplast. acc. ἴωκα (as if from ἰώξ), Il.]

Frisk Etymology German

ἰωκή: {iōkḗ}
Forms: Akk. sg. ἰῶκα (Λ 601; zur Heteroklisie Schwyzer 584, Chantraine Gramm. hom. 1, 231, Egli Heteroklisie 12f.)
Grammar: f.
Meaning: Angriff, Verfolgung (Il.).
Derivative: Daneben ἰωχμός ib. (Il., Hes., Theok.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 160), ἴωξις· δίωξις H., παλί̄ωξις Wiederverfolgung (Il., App.), danach προίωξις (Hes. Sc. 154).
Etymology : Primärbildungen zu ϝιώκει verfolgt (kor.), somit für (ϝ)ιωκή, παλι-(ϝ)ίωξις usw. (über Spuren vom Digamma Chantraine 1, 143); ἰωχμός (ι- metr. gedehnt) aus *ἰωκσμός (Schwyzer 493). Zu ϝιώκει (: ϝίεμαι) s. διώκω m. Lit. Einzelheiten bei Bechtel Lex. s. v. — Verfehlt Fraenkel Satura Berolinensis (1922) 20ff. (Referat bei Kretschmer Glotta 15, 189).
Page 1,747-748