έριο
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
Greek Monolingual
το (AM ἔριον
Α ιων. τ. εἴριον)
1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα του προβάτου, το μαλλί
2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο
αρχ.
φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» — ο ιστός της αράχνης
β. «τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια» — τα νημάτια με τα οποία προσκολλώνται κάπου μερικά μαλάκια, όπως η πίννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έριον όπως και ο επικός, ιων. τ. είριον και ο τ. έρι (με σύντμηση), που μαρτυρείται από τους ελληνιστικούς ποιητές, είναι παράγωγα του τ. είρος, ο οποίος ανάγεται σε ερF-ος (με σίγηση του -F- και αντέκταση) < FερF-ος, με σίγηση του αρχικού -F- λόγω ανομοιώσεως. Συνδέεται με λατ. vervex «κριάρι» και πιθ. με τον τ. αρήν «αρνί». Ως β’ συνθετικό τόσο ο τ. είρος όσο και ο τ. έριον εμφανίζονται στα σύνθετα εύ-ειρος (Ιπποκρ., Απόστ. Παύλος), εύ-ερος και έπ-ερος αττ.. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο τ. μαλλί.
ΠΑΡ. αρχ. ερέα, ερεούς, ερίδιον, εριηρά, ερίνεος.
ΣΥΝΘ. εριουργός, εριοφόρος
αρχ.
εριαχθής, εριέμπορος, εριοκόμος, εριόξυλον, εριοπλύτης, εριοπώλης, εριοραβδιοτής, εριόστεπτος, εριόστομα, εριοϋφάντης
νεοελλ.
εριούχος, εριόφυλλα, εριοχρώματα].