κατακληροδοτέω

From LSJ
Revision as of 22:57, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακληροδοτέω Medium diacritics: κατακληροδοτέω Low diacritics: κατακληροδοτέω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΗΡΟΔΟΤΕΩ
Transliteration A: kataklērodotéō Transliteration B: kataklērodoteō Transliteration C: kataklirodoteo Beta Code: kataklhrodote/w

English (LSJ)

   A seize and parcel out, τὴν γῆν αὐτῶν v.l. in LXX 1 Ma.3.36, De.1.38, Act.Ap.13.19.

German (Pape)

[Seite 1353] durchs Loos vertheilen, LXX u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατακληροδοτέω: διανέμω διὰ κλήρου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 36), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 19· διανέμω τι ὡς κληρονομίαν, Μανασ. Χρον. σ. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer par héritage.
Étymologie: κατά, κληροδοτέω.

English (Strong)

from κατά and a derivative of a compound of κλῆρος and δίδωμι; to be a giver of lots to each, i.e. (by implication) to apportion an estate: divide by lot.

English (Thayer)

(κατακληρονομέω) κατακληρονόμω (see κατά, III:6): 1st aorist κατεκληρονόμησα; to distribute by lot, to distribute as an inheritance: τίνι τί, G L T Tr WH. (Alex.; to receive, obtain, acquire as an inheritance; as, Deuteronomy 2:21>. Not found in secular authors.)

Greek Monotonic

κατακληροδοτέω: (κλῆρος, δίδωμι), μέλ. -ήσω, διανέμω, μοιράζω με κλήρο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατακληροδοτέω: NT v. l. = κατακληρονομέω.

Middle Liddell

κλῆρος, δίδωμι fut. ήσω
to distribute by lot, NTest.

Chinese

原文音譯:kataklhrodotšw 卡他-克累羅-多帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-份-適用 相當於: (נָחַל‎)
字義溯源:照籤分給人,分成數份,分派,分配為業;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλῆρος)*=鬮)及(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 分配為業(1) 徒13:19