πανασκηθής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ές, A all-unharmed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 457] ές, ganz unversehrt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνασκηθής: -ές, ὁ κατὰ πάντα ἀσκηθής, οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
πανασκηθής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δεν υπέστη καμία βλάβη, ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀσκηθής «ασφαλής, αβλαβής»].