περιηχέω

From LSJ
Revision as of 16:17, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιηχέω Medium diacritics: περιηχέω Low diacritics: περιηχέω Capitals: ΠΕΡΙΗΧΕΩ
Transliteration A: periēchéō Transliteration B: periēcheō Transliteration C: periicheo Beta Code: perihxe/w

English (LSJ)

   A ring all round, περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός Il.7.267, cf. Iamb.Myst.2.8: c. acc. loci, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Plu.2.720c:—Pass., τηγάνοισι περιηχούμενοι Com.Adesp.140; νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.VH1.6.    II Pass., to be noised abroad, to be celebrated, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10: c. inf., περιηχήθησάν τινα κατέχειν δημόσια Cod.Just.10.11.8 Intr.    2 get wind of a fact, POxy.1119.7 (iii A. D.), PFlor.36.24 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 576] ringsumher tönen; περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός, Il. 7, 267; u. in späterer Prosa, wie Plut. Symp. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

περιηχέω: ἠχῶ ὁλόγυρα, περιήχησεν δ’ ἄρα χαλκὸς Ἰλ. Η. 267· - μετ’ αἰτ. τόπου, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Πλούτ. 2.720D· ἐντεῦθεν παθ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1.6. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, φημίζομαι πανταχοῦ, δοξάζομαι, Φίλων Ἀκαδημ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 39D. 2) κατηχοῦμαι, μανθάνω, ἀκούω, Ὠριγέν. Ι, 1017Β, 1312C, 933C, κλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
retentir tout autour : τὴν οἰκίαν PLUT autour de la maison, dans toute la maison.
Étymologie: περί, ἠχέω.

English (Autenrieth)

only aor., περιήχησεν, rang all over, Il. 7.267†.

Greek Monotonic

περιηχέω: μέλ. -ήσω, ηχώ παντού ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιηχέω:
1) раздаваться вокруг, звучать, звенеть (περιήχησεν χαλκός Hom.);
2) оглашать или наполнять шумом, звоном (τὴν οἰκίαν Plut.): νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc. остров, оглашаемый шумом волн.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ηχέω, ook med. rondom klinken, weergalmen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to ring all round, Il.:—so in Mid., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.