ος

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

(I)
η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ)
(αναφ. αντων.)
1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» — αυτός για τον οποίο μιλάμε
β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «καθ' ο», «καθ' α» και, με συντμ., «καθό», «καθά»
i) λόγω του ότι
ii) ακριβώς όπως
β) «δι' ο» και, με συντμ., «διό» — γι'αυτό
γ) «ό εστι» — δηλαδή
δ) «ο μη γένοιτο» — απευχή για να μη γίνει κάτι
ε) «αφ' ου» — βλ. αφού
στ) «εξ ου»
i) εκ τούτου
ii) από τότε που
νεοελλ.
φρ. «εκ τών ων ου άνευ» — από τα απαραίτητα
αρχ.
Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (στον εν.)
1. γεν. οὗς, ἧς, οὗ, επικ. τ. αρσ. ὅου, επικ. τ. θηλ. ἕης
2. δοτ. , ,
3. (αιτ.) ὅν, ἥν,
Β. στον πληθ.
1. (ονομ.) οἵ, αἵ,
2. γεν. ὧν
3. δοτ. οἷς, αἱς, οἷς, αρσ. και ουδ. και οἷσι, θηλ. και αἷσι και ᾗς και ᾗσι
4. (αιτ.) οὕς, ἅς,
II (ως ΔΕΙΚΤ. ΑΝΤΩΝ.) (συν.ακολουθείται από τους συνδ. και ή γαρ) αυτός
III (ως ΑΝΑΦ. ΑΝΤΩΝ.) Α. ΧΡΗΣΗ: 1. κυρίως συμφωνεί κατά γένος προς το όνομα ή την αντωνυμία της προηγούμενης πρότασης στην οποία αναφέρεται, πολλές φορές όμως: α) το αναφορικό μπορεί να συμφωνεί με το γένος αυτού που εννοείται και όχι αυτού που δηλώνεται («τέκνων, οὓς ἤγαγε», Ευρ.)
β) όταν το όνομα που προσδιορίζεται στον ενικό εννοεί ολόκληρη τάξη, το αναφορικό ακολουθεί στον πληθυντικό («κῆτος, ἅ μύρια βόσκει... Ἀμφιτρίτη», Ομ. Οδ.)
γ) και το αντίθετο, όταν δηλ. αναφορικό στον ενικό αριθμό προσδιορίζει δεικτικό πληθυντικού αριθμού
δ) μερικές φορές το αναφορικό τίθεται σε ουδ. γένος και έτσι συμφωνεί περισσότερο με την έννοια που ενυπάρχει στο προσδιοριζόμενο παρά με το ίδιο το προσδιοριζόμενο όνομα («διὰ τὴν πλεονεξίαν, ὃ πᾱσα φύσις διώκειν πέφυκεν», Πλάτ.)
2. το ουδ. της αντων. πολλές φορές βρίσκεται απολύτως σαν να είχε προηγηθεί μια φράση με την έννοια έτσι έχει το πράγμα («ὃ μὲν πάντων θαυμαστότατον ἀκοῡσαι ὅτι...», Πλάτ.)
3. επίσης η αναφορική αντωνυμία μερικές φορές μπορεί να αναλυθεί σε σύνδεσμο και προσωπική αντωνυμία («ἄτοπα λέγεις... ὅς γε κελεύεις»
ὅτι σύ γε, Ξεν.)
4. ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τα μόρια που το συνοδεύουν, το αναφορικό μπορεί να εισαγάγει αναφορική τελική ή αναφορική συμπερασματική πρόταση (α. «πρέσβεις ἄγουσα, οἵπερ φράσωσιν», Θουκ.
β. «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς θανεῑν ἐρᾷ», Σοφ.)
5. συχνά και αντί του οίος («μαθὼν ὅς εἶ φύσει», Σοφ.)
6. (συν. στον Ηρόδ. σε πλάγιο λόγο αντί του όστις ή τις) ποιος («ὃς ἦν ὁ ἀναδέξας, οὐκ ἔχω εἰπεῑν», Ηρόδ.)
7. (μερικές πτώσεις χρησιμοποιούνται απολύτως) α) (η γεν. εν. αρσ. και η δοτ. εν. του θηλ.) οὗ, , δωρ. τ.
(τοπικά) όπου («οὗ γὰρ τοιούτων δεῑ, τοιοῡτος εἶμ' ἐγώ», Σοφ.)
β) (η δοτ. εν.) οἷ
i) εκεί όπου, σε όποιο μέρος
ii) σε ποιο σημείο
γ) (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ.) ,
i) διότι, επειδή
ii) όθεν, διά τούτο
iii) ακριβώς όπως («ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ», ΚΔ)
Β. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. κυρίως εξαρτάται από το ουσιαστικό ή το ρήμα της πρότασης και εκφέρεται κατά τις συντακτικές τους απαιτήσεις
2. πολλές φορές όμως συμφωνεί κατά την πτώση με τη λέξη που προσδιορίζεται, πράγμα το οποίο συμβαίνει συχνότατα στη δεικτική αντωνυμία, η οποία παραλείπεται, ενώ την πτώση της λαμβάνει το αναφορικό (έλξη του αναφορικού) ή, το αντίθετο, το προσδιοριζόμενο δεικτικό λαμβάνει την πτώση του αναφορικού (α. «οὐδὲν ὧν λέγω» — αντί οὐδὲν τούτων, λέγω», Σοφ.
β. «τὰς στήλας, ἃς ἵστα, αἱ πλεῡνες» — αντί τῶν στηλῶν, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὅς, , (< θ. yo-) ανάγεται σε ΙΕ τ. yos, yā, yod και συνδέεται με αρχ. ινδ. yah, yā, yad, αβεστ. yō, yā, yat, αρχ. σλαβ. ižė, jaže. Στη Λατινική και Ιταλική η αναφ. αντων. qui προέρχεται από εντελώς διαφορετικό θ. Το θ. της αντων. δς είχε αρχικά δεικτική σημ. (πρβλ. θ. e- / ei- / i- του λατ. is). Σε πολλές διαλέκτους, αντί της αναφ. αντων. χρησιμοποιήθηκε το άρθρο , , το (βλ. λ. ο, η, το). Τέλος, από την αντων. ὅς, , παράγονται μερικά αναφ. επίθ., όπως τα: οἷος και ὅσος, ενώ το θ. yo- απαντά ως α' συνθετικό σε αναφ. αντων. και επιρρ. (πρβλ. οποίος, οπόσος, όπως κ.λπ.)].
(II)
ὅς, ἥ, ὅv (Α)
(κτητ. αντων.)
1. (γ' πρόσ. συνηρ. τ. του εός, εή, εόν, που τίθεται πριν ή μετά από το προσδιοριζόμενο όνομα) ο δικός του («δίδωσιν ἐκγόνοισιν οἷς», Ευρ.)
2. (σπαν. β' πρόσ. αντί του σος, ση, σον) ο δικός σου
3. (σπανιότατα α' πρόσ. αντί του εμός, εμή, εμόν) ο δικός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε].