ραδιουργώ

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ ραδιουργός
ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
1. κάνω κάτι με ευκολία
2. ενεργώ με απερισκεψία, με επιπολαιότητα, με ανοησία («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῑν πως μᾱλλον δοκοῡσιν, ὥσπερ οἱ ἐν σκότει ὄντες», Ξεν.)
3. καταγράφω κάτι με κακόβουλη διάθεσηδιαθήκη ἐραδιουργημένη», πάπ.)
4. (ιδίως για ιστορικούς συγγραφείς) αναφέρω ή εξιστορώ κάτι χωρίς έλεγχο, με προχειρότητα
5. ζω χωρίς ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, τεμπελιάζω
6. μεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι με περιφρόνηση, αμελώ ή παραμελώ κάποιον ή κάτι.