θεωρώ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
(ΑΜ θεωρῶ, -έω)
1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα
2. εξετάζω, ερευνώ
νεοελλ.
1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τον θεωρώ αδελφό μου» β. «τον θεωρώ υπεύθυνο για...»)
2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων
3. προσκομίζω στις αρμόδιες αρχές για θεώρηση («θεωρώ το διαβατήριο μου»)
4. (σχετικά με κείμενα) επιμελούμαι και εγκρίνω
μσν.-αρχ.
1. συλλαμβάνω, κατανοώ «μυστικώς», με την περισυλλογή και την ενόραση («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῦμα θεωρεῑν», Κλήμ. Αλ.)
2. προσέχω
αρχ.
1. (για ηγέτη) επιθεωρώ
2. φιλοσοφώ
3. είμαι θεατής στο θέατρο ή σε αγώνες
4. φιλοσοφώ
5. είμαι θεωρός σε πανηγύρι ή σε αγώνες
6. αποστέλλω θεωρούς
7. πηγαίνω να ρωτήσω στο μαντείο
8. παθ. θεωροῦμαι, -έομαι
συγκρίνομαι, παραβάλλομαι
9. σκέπτομαι, στοχάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η σημασιολογική του εξέλιξη παράλλ. με την εξέλιξη της λ. θεωρία].