αλήθεια

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

η (Α ἀλήθεια)
1. η πραγματική κατάσταση σε αντίθεση προς το ψεύδος
2. η αντικειμενική ύπαρξη (σε αντίθεση με τη φαινομενικότητα), η πραγματικότητα
μσν.- νεοελλ.
(ως επίρρ.) αληθινά, πραγματικά, όντως
νεοελλ.
1. λόγος που δεν περιέχει ψεύδος, αληθινός λόγος
2. αρχή ή δόγμα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αξίωμα καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό
3. ορθότητα, ακρίβεια
4. (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την αλήθεια»
5. ως εισαγωγικό μόριο στην αρχή του λόγου «αλήθεια, ξέρεις τί μού είπε ο φίλος σου;»
6. ως επιφώνημα θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης
αρχ.-μσν.
αληθινή έκβαση, επαλήθευση ονείρου ή οιωνού
αρχ.
1. ο πραγματικός πόλεμος σε αντίθεση προς την πολεμική άσκηση ή την παράταξη
2. (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, φιλαλήθεια, ειλικρίνεια
3. το σύμβολο της αλήθειας, κόσμημα που φορούσε ο Αιγύπτιος αρχιερέας
4. Μυθ. προσωποπ. η Αλήθεια
5. (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῑς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως
(με πρόθεση) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθιανός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αληθειογράφος].