τρυπάω
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A bore, pierce through, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (opt.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (cf. τρυπανία) Od.9.384, cf. Hp.VC18, Pl.Cra.387e; ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην (of a very thin man) AP11.102 (Ammian. or Nicarch.), 308 (Lucill.); with double acc., πόνος με τὸν πόδα τ. is stabbing into, Luc.Ocyp. 169; cf. ἁλία (B) :—Pass., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα let the hole be bored, Hp.Steril.222; δι' ὠτὸς . . τρυπωμένου through well-bored ear, i. e. open to hear, S.Fr.858 (codd.Plu., but ῥυπωμένου is prob. cj.); τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for ear-rings, X.An. 3.1.31; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, opp. πλήρης, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Luc.Alex.16. 2 sens. obsc., Theoc.5.42, APl.4.243 (Antist.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπάω: μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ τρύω) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. τρυπανία) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν πόδα τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ λεπτός, αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. αὐτόθι 102· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτ., πόνος μὲ τὸν πόδα τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. ἁλιά. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα, ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ ὠτός... τετρυπημένου, καλῶς τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ ὅπως ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· ψῆφος τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ πλήρης, Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ τράγος ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percer, trouer, acc. ; Pass. être percé ; τετρυπημένη ψῆφος ESCHN vote de condamnation litt. caillou percé.
Étymologie: τρύπη.
Greek Monotonic
τρῡπάω: μέλ. τρυπήσω, Παθ., παρακ. τετρύπημαι (τρύω)·
1. τρυπώ, διατρυπώ, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ ὦτα τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· ψῆφος τετρυπημένη, η ψήφος της καταδίκης που είχε μια τρύπα στη μέση, σε Αισχίν.
2. τρυπάω τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, περνάω τη βελόνα μέσα από το πόδι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡπάω:
1) буравить, сверлить, просверливать (δόρυ τρυπάνῳ Hom.): τὰ ὦτα τετρυπημένος Xen. с проколотыми ушами; ψῆφος τετρυπημένη Aeschin., Arst. просверленный камешек (который подавался членом суда, высказывавшимся за осуждение обвиняемого); πόνος μοι (v. l. με) τρυπᾷ τὸν πόδα Luc. боль сверлит мне ногу;
2) Theocr. = βινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυπάω [τρύω] Dor. imperf. 3 sing. ἐτρύπη, boren, doorboren; ook seks.: ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη de bok penetreerde ze Theocr. Id. 5.42.
Middle Liddell
τρῡπάω, τρύω
1. to bore, pierce through, Od.:—Pass., τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for earrings, Xen.; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, Aeschin.
2. τρ. τῷ ποδὶ τὴν βελόνην to force the point through the foot, Anth.
Frisk Etymology German
τρυπάω: {trūpáō}
Forms: Aor. τρυπῆσαι usw.,
Grammar: v.
Meaning: ‘(durch)-bohren’ (seit ι 384);
Composita : auch m. ἐκ-, δια- u.a., ἐκτρυπάω auch intr. aus einem Loch entschlüpfen (ἐκτετρύπηκεν Ar.Ek.337; von τρύπη [s.u.]?).
Derivative: Davon 1. τρύπημα mit -ημάτιον n. Bohrloch, Loch (Kom., Arist., Hero u.a.), ἐκ- ~ auch Bohrspäne (Thphr.). 2. -ησις (ἐκ-, περι-) f. ‘das (Durch)bohren’ (Hp., Arist., Thphr. u.a.). 3. -ητής m. der Bohrende (Pl. Kra.), -ητήρ m. durchbohrtes Gefäß (Ph.Bel.). Ferner τρύπανον n. Bohrer, Drillbohrer, Trepan, Reibeholz zum Feuermachen (seit ι 385) mit -άνιον, -ανώδης, -ανικός, -ανίζω, -ανισμός (selten u.sp.); auch -άνη f. ib. (Hdn. Gr., H.), -ανία f. Riemen eines Drillbohrers (Poll.; vgl. Scheller Oxytonierung 58 A. 4). Rückbildung τρύπη, τρῦπα f. Loch (Hdn. Epim., AP, H., Eust.; vgl. unten). — Als Vorderglied in τρυπαλώπηξ Fuchs, der in ein Loch hineinschlüpft, Bez. eines Schläulings (Kom. Adesp.).
Etymology : Zunächst zu τρύω (s.d.), wozu noch τρύχω; daneben τρίβω, τείρω, τετραίνω, τιτρώσκω (s. dd.). Mehrere ähnliche Bildungen sind im Baltischen und Slavischen zu finden: lit. trupù, -ė́ti zerbröckeln, traupùs spröde, aruss. trupъ ‘Baumstamm, Leiche(nfeld)’, russ. trup Leiche; weitere Formen m. reicher Lit. bei Fraenkel und Vasmer s.vv. (WP. 1, 732, Pok. 1074). Zu bemerken immerhin der Quantitätsunterschied zwischen gr. τρυπ- und balt.-slav. trŭp-, troup-. Ein alter p : m-Wechsel in τρυπάω : τρύμη (Specht KZ 68, 123) ist nicht glaubhaft. — Die Vorgeschichte von τρυπάω bleibt im übrigen ungewiß. Wegen des späten und vereinzelten Vorkommens von τρύπη ist das Verb kaum als denominativ aufzufassen (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 357); eher alte Iterativbildung; τρύπανον ist morphologisch mehrdeutig.
Page 2,937