ζοφερός

From LSJ
Revision as of 09:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφερός Medium diacritics: ζοφερός Low diacritics: ζοφερός Capitals: ΖΟΦΕΡΟΣ
Transliteration A: zopherós Transliteration B: zopheros Transliteration C: zoferos Beta Code: zofero/s

English (LSJ)

ά, όν, (ζόφος) A dusky, gloomy, Χάος Hes.Th.814; οἴκημα Hp.Acut.(Sp.) 18, cf. Hierocl.p.33A.; opp. λαμπρός, of the air, misty, Chrysipp.Stoic. 2.140, cf. Luc.Nigr.4; τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι Arist.Mir. 843a25; τὸ ζοφερόν Hp.Virg.1, Arist.de An.426b2. 2 metaph., ζ. φροντίδες AP5.296.8 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1140] dunkel, finster; Χάος Hes. Th. 814; ἀήρ Luc. Nigr. 4, im Ggstz von αἰθρία; σάρκες Nic. Th. 464; φροντίς Agath. 23 (V, 297).

Greek (Liddell-Scott)

ζοφερός: -ά, -όν, (ζόφος) σκοτεινός, Χάος Ἡσ. Θ. 814· οἴκημα Ἱππ. 399. 37· ἀήρ Λουκ. Νιγρίν. 4· θάλαττα διαφαίνεται ζοφερὰ Ἀριστ. Θαυμασ. 130, 3· - τὸ ζοφερὸν Ἱππ. 563. 2, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 2, 9. 2) μεταφ., ζ. φροντίδες Ἀνθ. Π. 5. 297.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre.
Étymologie: ζόφος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζοφερός, -ά, -όν) ζόφος
1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδηςΤιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.)
2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν
η ζοφερότητα
2. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε κακό.

Greek Monotonic

ζοφερός: -ά, -όν (ζόφος), σκιερός, σκοτεινός, ανήλιαγος, σε Ησίοδ., Λουκ.· μεταφ., ζοφεραὶ φροντίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζοφερός:
1) темный, мрачный (Χάος Hes.; νέφος, θάλαττα Arst.; ἀήρ Luc.; Ἃιδης Plut.);
2) мрачный, скорбный, тяжелый (φροντίδες Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζοφερός -ά -όν [ζόφος] donker; subst.. τὸ ζοφερόν het duistere Anaxag. B 15.

Middle Liddell

ζοφερός, ή, όν ζόφος
dusky, gloomy, Hes., Luc.:— metaph., ζ. φροντίδες Anth.